PS WEB SOLUTION ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΕΕΕΕ!!!!!: Ελεος ! Η πόρτα μου γράφει, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Δεν γράφει,ΠΟΡΝΗ.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Ελεος ! Η πόρτα μου γράφει, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Δεν γράφει,ΠΟΡΝΗ.

Share This To YourBlog.biz

Δια χειρός του αγαπημένου φίλου : Σπάρτακου


Κι αν δεν απόλαυσες των μαγεμένων αυλητρίδων τα τραγούδια,
κι άν προσπέρασες υπνοβατώντας,των δεντρολίβανων τα σαφέστατα σημάδια,
κι άν δεν μπόρεσες να ερμηνεύσεις τους προφητικους χρησμούς του Πλαταμώνα,
κι άν δεν σε ζέσταναν του Λιτοχώρου οι φωτιές,
κι αν δεν μπόρεσες να δείς τις Νύμφες του Ευρώτα,
που χόρευαν ολόγυμνες μπροστά σου,
κι αν ελησμόνησες το ηδύ νανούρισμα των αηδονιών,
κι αν καμώθηκες, πως ποτέ δεν άκουσες τους θρήνους των Κενταύρων,
τις βροντές της Γκιώνας και το ερωτικό το κάλεσμα της Μονεμβάσιας,
ΤΟΥΤΟ προσπάθησε καλέ μου,φίλε : Τους θρήνους της ΓΥΝΑΙΚΑΣ, να ακούσεις.
Σε ρώτησα, απεγνωσμένος,σε ξαναρώτησα, απελπισμένος,
μα ξεκάθαρα έβλεπα στα μάτια σου,την χλεύη να κυνηγιέται παιχνιδιάρικα,
με την ειρωνία και τον σαρκασμό.

Προσπάθησες –αλήθεια-,να μου αποκρύψεις,το ιταμό παιχνίδισμά τους,
θαρρώντας πως θα προσβληθώ και θα θυμώσω. Μα εγώ,το είδα φίλε.
Η αγωνία μου και η συντριβή μου,είναι που δεν μπόρεσες ν’αφουγκραστείς,
τον σπαραγμό και τις οιμωγές,της ΓΥΝΑΙΚΑΣ που πλάι σου χτυπιόταν,καθημαγμένη,
που ούρλιαζε απελπισμένη, μ’άδεια τα μάτια της ψυχής της,από ζωή.
Πάσχιζε να συμμαζέψει τα κουρέλια της,αγωνιζόταν να καλύψει την Παρθενική της γύμνια,
πολέμαγε να συγκρατήσει στη χούφτα της φυλακισμένο, κάποιο έστω τελευταίο ίχνος,
μιάς αξιοπρέπειας πυρπολημένης .


Κι εσύ κοιτούσες απαθής.Τώρα μ’έβλεπες και με λυπόσουν,που στέκομουν μπροστά σου,
σιωπηλός, άδειος , συντετριμμένος. Δεν είχα πλέον λόγια, να σου ειπώ.
Δεν μού’μεινε φωνή, να σου μιλήσω.
Υστερα είδες τους Κορύβαντες και τις Μαινάδες,να σκυλεύουν το ημιθανές,κορμί της.
Καθένας τους ν’αρπάξει ότι μπορεί, επροσπαθούσεν. Είδες τους τρείς, που κόσμιοι,
ευπρεπείς και συγκρατημένοι-αλλά προδήλως λάγνοι- σαλιάριζαν μαζί της,με μιάν
αξιοπρέπεια χυδαία. Είδες τον άλλονε, τον νιό, που ολοτρίγυρά του χόρευαν
αρρενοβόρες γυναίκες και διφορούμενοι άντρες, να την καλεί.
Είδες την ΓΥΝΑΙΚΑ, να ξεθαρρεύει και ν’αρχίζει ν’ανταποκρίνεται,
μα αυτός να μην ζυγώνει. Να της γυρνάει την πλάτη,φοβισμένος.Και να
τρέχει πανικόβλητος, μακρυά της.
Είδες τέλος και τον τρίτο,τον στιβαρό,τον Σημαιοφόρο,τον μαχητικό και χειμαρώδη,
να την καλεί με νεύματα, κοντά του. Σωστά φίλε, κατάλαβες.Να την αδράξει
και του λόγου του,λαχταρούσε. Κι αυτή, ξεπνοϊσμένη, χωρίς σταγόνα πλέον αίματος,
στις στερεμμένες φλέβες της, τρέκλιζε, παραπατούσε, σκόνταφτε, αλλά παρ’όλ’αυτά,
δεν έπεφτε.Μονάχα φώναζε και φώναζε και φώναζε : Ελεος ! Ελεος ! Ελεος !
Η πόρτα μου γράφει, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Δεν γράφει, ΠΟΡΝΗ.


Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.



Δια χειρός του αγαπημένου φίλου : Σπάρτακου


Κι αν δεν απόλαυσες των μαγεμένων αυλητρίδων τα τραγούδια,
κι άν προσπέρασες υπνοβατώντας,των δεντρολίβανων τα σαφέστατα σημάδια,
κι άν δεν μπόρεσες να ερμηνεύσεις τους προφητικους χρησμούς του Πλαταμώνα,
κι άν δεν σε ζέσταναν του Λιτοχώρου οι φωτιές,
κι αν δεν μπόρεσες να δείς τις Νύμφες του Ευρώτα,
που χόρευαν ολόγυμνες μπροστά σου,
κι αν ελησμόνησες το ηδύ νανούρισμα των αηδονιών,
κι αν καμώθηκες, πως ποτέ δεν άκουσες τους θρήνους των Κενταύρων,
τις βροντές της Γκιώνας και το ερωτικό το κάλεσμα της Μονεμβάσιας,
ΤΟΥΤΟ προσπάθησε καλέ μου,φίλε : Τους θρήνους της ΓΥΝΑΙΚΑΣ, να ακούσεις.
Σε ρώτησα, απεγνωσμένος,σε ξαναρώτησα, απελπισμένος,
μα ξεκάθαρα έβλεπα στα μάτια σου,την χλεύη να κυνηγιέται παιχνιδιάρικα,
με την ειρωνία και τον σαρκασμό.

Προσπάθησες –αλήθεια-,να μου αποκρύψεις,το ιταμό παιχνίδισμά τους,
θαρρώντας πως θα προσβληθώ και θα θυμώσω. Μα εγώ,το είδα φίλε.
Η αγωνία μου και η συντριβή μου,είναι που δεν μπόρεσες ν’αφουγκραστείς,
τον σπαραγμό και τις οιμωγές,της ΓΥΝΑΙΚΑΣ που πλάι σου χτυπιόταν,καθημαγμένη,
που ούρλιαζε απελπισμένη, μ’άδεια τα μάτια της ψυχής της,από ζωή.
Πάσχιζε να συμμαζέψει τα κουρέλια της,αγωνιζόταν να καλύψει την Παρθενική της γύμνια,
πολέμαγε να συγκρατήσει στη χούφτα της φυλακισμένο, κάποιο έστω τελευταίο ίχνος,
μιάς αξιοπρέπειας πυρπολημένης .


Κι εσύ κοιτούσες απαθής.Τώρα μ’έβλεπες και με λυπόσουν,που στέκομουν μπροστά σου,
σιωπηλός, άδειος , συντετριμμένος. Δεν είχα πλέον λόγια, να σου ειπώ.
Δεν μού’μεινε φωνή, να σου μιλήσω.
Υστερα είδες τους Κορύβαντες και τις Μαινάδες,να σκυλεύουν το ημιθανές,κορμί της.
Καθένας τους ν’αρπάξει ότι μπορεί, επροσπαθούσεν. Είδες τους τρείς, που κόσμιοι,
ευπρεπείς και συγκρατημένοι-αλλά προδήλως λάγνοι- σαλιάριζαν μαζί της,με μιάν
αξιοπρέπεια χυδαία. Είδες τον άλλονε, τον νιό, που ολοτρίγυρά του χόρευαν
αρρενοβόρες γυναίκες και διφορούμενοι άντρες, να την καλεί.
Είδες την ΓΥΝΑΙΚΑ, να ξεθαρρεύει και ν’αρχίζει ν’ανταποκρίνεται,
μα αυτός να μην ζυγώνει. Να της γυρνάει την πλάτη,φοβισμένος.Και να
τρέχει πανικόβλητος, μακρυά της.
Είδες τέλος και τον τρίτο,τον στιβαρό,τον Σημαιοφόρο,τον μαχητικό και χειμαρώδη,
να την καλεί με νεύματα, κοντά του. Σωστά φίλε, κατάλαβες.Να την αδράξει
και του λόγου του,λαχταρούσε. Κι αυτή, ξεπνοϊσμένη, χωρίς σταγόνα πλέον αίματος,
στις στερεμμένες φλέβες της, τρέκλιζε, παραπατούσε, σκόνταφτε, αλλά παρ’όλ’αυτά,
δεν έπεφτε.Μονάχα φώναζε και φώναζε και φώναζε : Ελεος ! Ελεος ! Ελεος !
Η πόρτα μου γράφει, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Δεν γράφει, ΠΟΡΝΗ.


Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.


2 σχόλια:

  1. Στέκομαι σιωπηλός
    και προβληματισμένος
    παρακολουθώντας.
    Φίλε καλέ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ασύγκριτε, μοναδικέ τροβαδούρε μας Σπάρτακε, ζωγράφισες για πολλοστή φορά με τη γραφίδα σου.

    Αρτεμις

    ΑπάντησηΔιαγραφή