Ερευνούμε δύο σκέψεις πού Αντιπροσωπεύουν Ισάριθμες κύριες κατευθύνσεις τοϋ άνθρώπινου πνεύματος:
'Πρώτη σκέψη: Τά πάντα ρεί (=όλα ύφίστανται συνεχή μεταβολή).
Δεύτερη σκέψη: Ή Ιστορικοκοινωνική έξέλιξη άφου διήνυσε τά στάδια τής πρωτόγονης κοινωνίας, τής δουλοκτησίας καί του φεουδαλισμού, μπήκε στό στάδιο τοϋ καπιταλισμού καί άφοϋ όλοκληρώση τόν κύκλο τής καπιταλιστικής άναπτύξεως, θά περάση στό στάδιο τής «δικτατορίας τού προλεταριάτου» καί έν συνεχεία στό τελικό καί όριστικό στάδιο τού κομμουνισμού, (όπωσδήπστε ταυτόχρονα σέ πολλές χώρες πού είναι καπιταλιστικά άνεπτυγμένες καί δχι στίς καπιταλιστικά ύπανάπτυκτες ή σέ μία μόνο χώρα μεμονωμένα;).
Στήν πρώτη σκέψη, πού άνήκει στόν "Έλληνα φιλόσοφο Ηράκλειτο τόν ’Εφέσιο, παρατηρούμε τά έξής χαρακτηριστικά:
Πρώτον, έχει γενικώτατη Ισχύ πού καλύπτει δλους άνεξαίρετα τούς χώρους τού έπιστητού, χωρίς νά άφήνη τίποτε έξω άπ’ αύτήν. "Ολα ύπόκεινται σέ μεταβολή καί τίποτε δέν μένει άμετάβλητο στή Φύση, στή ζωή, στήν Ιστορία, στήν κοινωνία. Δέν όπάρχει τίποτε, άπό τό πιό σημαντικό εως τό πιό Ασήμαντο, άπό τό πιό μικρό εως τό πιό μεγάλο, πού νά μπορή νά ξεφύγη άπό τό άπόλυτο κύρος της.
Δεύτερον, δέν ύπδκειται σέ κανένα περιορισμό, δέν σταματά σέ κανένα σημείο τού χρόνου ή τού χώρου, μετά άπό τό όποιο δέν θά ύπάρχη ή μεταβολή' είναι ύπερχρονική καί ύπερτοπική, Τσχυε χθές, Ισχύει σήμερα καί 6ά ίσχύη αιώνια, στή Γή καί στό Σύμπαν, όπου-δήποτε καί όποτεδήποτε.
Στη δεύτερη σκέψη, πού άνήκει οτούς «πατριάρχες» τού Ιστορικού καί διαλεκτικού ύλισμού Κ. Μάρξ καί Φρ. "Ενγκελς, παρατηρούμε τά έξης χαρακτηριστικά:
Πρώτον, δέν έχει άπόλυτο κύρος, δέν καλύπτει τις ο ύ σ ί ε ς, δλους τούς τομείς του έπκττητου, Αδιαφορεί αν ή Ισχύς της καλύπτη πχ. τούς χώρους τής άνόργανης Ολης, της βιολογίας κλπ., είναι εντοττιομένη οτούς τομείς τής Ιστορίας καί κοινωνίας.
Δεύτερον, θέτει αυθαίρετους περιορισμούς, παρουσιάζει μερικότητα καί λογικήν «βλαστικότητα», δηλαδή άφ’ ένός καθορίζει τά στάδια τής Ιστορίας μέ Αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια καί, άφ'έτέρου, έντσττίζει τήν Ιστορική έξέλιξη σέ καθωρισμένο χώρο (είδικά, ο Μάρξ πίστευε άμετακίνητα, δτι ή «προλεταριακή Επανάσταση» θά «ξεσποΰσε» στίς βιομηχανικά προηγμένες χώρες τής έποχής του ’Αγγλία, Βέλγιο, Γερμανία) καί σέ καθoρiσμένο χρόνο (τή στιγμή πού ό καπιταλισμός θά συμπλήρωνε τό τελευταίο στάδιο τής έιξελίξεώς του). Επίσης, ένώ δέχεται, δτι ή Ιστορικοκοινωνική έξέλιξη προχωρεί σέ διάφορα στάδια μέχρι του προκομμουνιστικοΰ σταδίου (στάδιο τής «δικτατορίας του προλεταριάτου»), σταματά ατό κομμουνιστικό στάδιο, δέν καλύπτει τήν «μετακομμουνιστική» έξέλιξη καί στήν ουσία άντιφάσκει ττρός τήν ίδια τήν «διαλεκτική» τής έξελίξεως, πάνω στήν όποία στηρίζεται.
Ή πρώτη σκέψη του ‘Ηράκλειτου είναι ή άληθινή’ ή δεύτερη σκέψη των Μάρξ - "Ενγκελς είναι ή δογματική.
Ή άλήθεια (άπό τό α —στερητικό καί τό ρήμα λανθάνω « μου διαφεύγει κάτι, κάνω λάθος), έχει σάν κύριο χαρακτηριστικό της, δτι ξεκίνα άπό τήν Ελευθερία καί καταλήγει στήν Ελευθερία. Ή άλήθεια άναφέρεται σταθερά στήν άρχή πού συντηρεί καί ένώ·νει τόν Κόσμο, είναι στενά συνυφασμένη μέ τόν Λόγο πού καλύπτει τό είναι καί τό γίγνεσθαι χωρίς νά βρίσκεται έξω άπ' αύτά. Ή ά-λήθεια δέν ύπόκειται σέ τίποτε -έξω άπό τήν ’Ελευθερία.
Απαραίτητη προϋπόθεση γιά νά «κινηθή» κανείς πρός τήν άλήθεια καί γιά νά είναι άλήθεια τό «τέρμα» τής «κινήσεώς» του είναι ή έλλειψη περιορισμών, ύποκειμενκών καί άντικειμενικών.
"Αν ξεκινώ μέ κίνητρο μου κάποια «έπιθυμοΰσα θέληση», Επιδιώκοντας τήν Ικανοποίησή της, άπσκλείεται ή άντίληψή μου νά είναι όρθή. ’Επίσης, αν ή κατάληξη τής σκέψεώς μου έντάσσεται σέ κάποια έκ των προτέρων τεθειμένη «λογική» σκοπιμότητα, άποκλείεται ή τελική κρίση μου νά είναι άληθινή.
Είναι άπαραίτητο, έπομένως, νά έχω έναν υψηλό βαθμό έλευθερώσεως, μέσω τής όποίας θά έξευρίσκω όνάμεσα στίς έπιθυμοϋσες θελήσεις μου καί άνάμεσα στίς επιμέρους σκοπιμότητες τήν όρθή θέληση καί θά τήν κατευθύνω πρός ενα άπόλυτα έλεύθερο στόχο, πού δέν ύπόκειται σέ τίποτε άλλο έκτός άπό τόν έαυτό του. Ή Ικανότητα τοΰ νά Εξευρίσκω τήν όρθή θέληση είναι ή αύτο-κυριαρχία καί ή Ικανότητα νά κατευθύνω τήν όρθή θέληση στόν άπόλυτα έλεύθερο στόχο είναι ή σοφία. Ο άπόλυτος στόχος, κάτι δηλαδή πού στέκει αύτοδύναμα καί πέρα άπό τά έπΐ μέρους φαινόμενα, τόν υποκειμενισμό καί τό συμφέρον, είναι ή Ιδέα.
Αύτή ή Ιδέα, τό σταθερό σημείο άναφορας τής σκέψεως γιά τήν προσπέλαση τής άλήθειας, βρίσκεται πάνω άπό τήν ύλη. Δέν τήν δημιουργούν οΐ αισθήσεις μας, ένυπάρχει σέ μάς. Οι αίσθήσεις μας καί οί πληροφορίες πού μάς παρέχουν δίνουν «όμοιώματα» άτελώς τής άλήθειας, άλλ’ όχι τήν ίδια τήν άλήθεια (’Αριστοτέλης). Μέ τήν έννοιαν αύτήν, έχουν κάποια χαλαρή σχέση μέ τήν άλήθεια — «έχει άλήθειάν τινα όψις καί άκοή του άνθρώπου» —άλλά όλες οι αισθήσεις είναι άδύνατον νά μάς δώσουν τήν ίδια τήν άλήθεια, πού ταυτίζεται μέ τήν ύπεραισθητή όντότητα τής άπόλυτης Ιδέας.
Έπομένως, ή άλήθεια δέν ταυτίζεται ·μέ τό γεγονός — πού ύπόκειται στό χρόνο καί τόν τόπο— δέν έχει άρχή καί δέν έχει τέλος, είναι άπειρη. Kύριο γνώρισμα τής γνώσεως τής άλήθειας είναι ή άρμονία μεταξύ τής όρθής θελήσεως καί τής Ιδέας πρός τήν όποια κατευθύνεται.
Στή σκέψη τού Ηράκλειτου ύποκρύπτεται ή Ιδέα τής δικαιοσύνης, καί μάλιστα στήν πιό καθαρή μορφή της (τό ήρακλείτειο τρίπτυχο «πόλεμος»-«ερις»-«δίκη»), ή άπόλυτη δηλαδή άυλη όντότητα πού Ισχύει καθολικά στή Φύση καί στήν Ιστορία καί έκφράζεται στόν αί-σθητό κόσμο μέ τόν συνεχή άγώνα μεταξύ των δντων, πού δίνει ά-τέρμονη κίνηση, άέναη μεταβολή στό Σύμπαν καί στή ζωή. Ή ιδέα τής δικαιοσύνης είναι, δττως δλες οΐ Ιδέες, έμφυτη στόν Ανθρωπο. Ό Ηράκλειτος μέ όδηγό τήν Ιδέα αύτήν καί όχι τΙς αίσθήσεις. του, έναρμόνισε τή σκέψη του πρός τό Λόγο, τήν άρχή που συντηρεί καί ένώνει τόν Κόσμο, καί συνέλαβε καί διετύπωσε ύπερχρονικίχ καί ύπερτοπικά μ(α Αλήθεια («τά πάντα ρει»), ή όποία δέν άνετράπη ούτε θά άνατραπη ποτέ άπό τις έξελίξεις του Σύμπαντος, άπό τά γεγονότα καί τά φαινόμενα.
Τό δόγμα είναι άντίθετο πρός τήν Ελευθερία, ύπόκειται σέ κάποιο ή κάποιους σκοπούς, ξένους πρός τήν άπόλυτη Ιδέα καί καθοριζόμενους άπό τόν φορέα του, μέ 4άση 6,τι ύποπίπτει στίς αίσθή* σεις. Ή δογματική «άλήθεια» ύπηρετεί κάτι έξω άπ* αύτήν, έξαλ-λοτριώνεται μέσα στήν άναγκαιότητα καί στόν αίσθητό κόσμο, χάνοντας άφ* ένός τήν αύτοκυριαρχία της καί άφ* έτέρου τήν μοναδικότητα του άπόλυτου ύπεραισθητοϋ στόχου, πρός τόν όποιο κατευθύνεται. "Ετσι ή δογματική «ά-λήθεια» καταντά νά ταυτίζεται μέ τό γεγονός, νά έχη χρονική άρ-χή καί χρονικό τέλος, νά είναι έπικαιρκή, μή έλεύθερη καί πεπερασμένη. Ή άένση μεταβολή, πού συνέλαβε ό 'Ηράκλειτος, μετα-τρέπεται έτσι άπό τήν δογματική σκέψη σέ ε ξ έ λ ι ξ η, δηλαδή σέ σειρά γεγονότων που άρχίζουν καί τελειώνουν κάπου.
Ή ύποταγή αύτή ατό χρόνο καί χώρο κατά κανόνα όδηγεΐ στήν ύποδούλωοη της οκέψεως στήν πράξη. Γιαυτό δλες οΐ δογματικές «άλήθειες» κατευθυνονται σέ πρακτικούς στόχους: Στήν Παλαιά Διαθήκη ή άλήθεια νοείται μόνο οάν πράξη —«τήν άλήθειαν ποιεΐν» (υ) —καί στήν Λογοκρατία (Μαρξισμό καί Άστοκαπιταλισμό) νοείται μόνο σάν έξυπηρέτηση πρακτικών αίσθητών στόχων (okovo-μ(α, έξουσία). Αύτοδύναιμη άλήθεια, άνεξάρτητη παντός περιορισμού, δέν υπάρχει στό δόγμα. Κύριο γνώρισμα τοΟ δόγματος είναι ή άποκοπή τής θελήσεως άπό τήν Ιδέα.
Τό δόγμα είναι ψευδός σκόπιμο, καί κατασκευάζεται γιά νά εξυπηρετήση κάποιους, θά έλεγε κανείς, ότι οΐ δογματικοί είναι δημιούργημα τής άνελευθερίας, δηλαδή κάποιος βαθειας συναισθήσεως
Αδυναμίας, κάποιου πρωτόγονου φόβου, πού προσπαθούν νά τόν άντιπαρέλθουν μέ τήν άνάπτυξη τής όρμής έπι βολής καί τή συγκέντρωση έξουσίας. (« Τό δόγμα προσπαθεί νά άνακαλύψη δυνάμεις πού 6ά τις χρησιμοποίηση γιά τήν έφαρμογή του (π.χ. τήν Εκκλησία ή τήν δύναμη τών «προλεταρίων»), τείνει νά γ{νη μέ τεχνητά μέσα «πραγματικότητα» (κατ’ άνάγκην τεχνητή καί ψευδής).
Τό στοιχείο του ψεύδους πού ένυπηρχε στήν σκέψη τών Μάρξ - 'Ενγκελς πού άναφέραμε, άποκαλύφθηκε άπό τήν ιδια τήν Ιστορικοκοινωνική έξέλιξη: ή προλεταριακή έπανάσταση δέν έκδηλώθηκε σάν «νομοτελειακό γεγονός» στις «καπιταλιστικά άνεπτυγμένες» χώρες ’Αγγλία, Βέλγιο, Γερμανία κλπ., στις όποιες μέχρι σήμερα δέν υπάρχει καμμιά τέτοια προοπτική, άλλά έπεβλήθη τεχνητά καί βίαια σάν έξουσία σέ μιά «καπιταλιστικά ύπανάπτυκτη» χώρα, τήν τσαρική Ρωσία, πράγμα πού δέν «προφήτεφαν» ποτέ οΐ δύο πατριάρχες τού Μαρξισμού, προβλέποντας, αντίθετα, ότι στή χώρα αύτή άπεκλείετο οίαδήποτε μορφή κομμουνισμού. ’Επίσης ή έπανάσταση δέν έπεβλήθη ταυτόχρονα σέ πολλές χώρες, άλλά οέ μία —στις υπόλοιπες χώρες (Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ούγγαρία κλπ.) έγκαθιδρύθηκε βίαια κατόπιν στρατιωτικής καταλήψεώς τους άπό τά σοβιετικά στρατεύματα (ή, άργότερα σέ άλλες χώρες, «μεθο-δεύθηκε» κατόπιν καταλλήλων πολιτικών «χειρισμών» της Διεθνούς Έξουσίας). Τό μαρξιστικό ψεύδος άπορρέει, πρώτον, άπό τήν σκόπιμα στενή οικονομική άνάλυση της Ιστορίας, πού στηρίζεται στίς αισθήσεις καί όχι στήν Ιδέα, (β) καί, δεύτερον, άπό τό βόγμα τής κομμουνιστικής κοινωνίας, μιάς κοινωνίας, δηλαδή, στηριζόμενης σέ μιά τεχνητή άρχή, όχι Ιδέα, τήν άρχή της Ισότητας. Ή άρχή τής Ισότητας είναι δογματική (ψευδής, αυθαίρετη καί «συμβατική»), δέν είναι Εμφυτη στόν άνθρωπο καί δέν Ισχύει πουθενά στή Φύση, ούτε στήν Ιστορία,
Ό μεγαλύτερος έχθρός της άλήθειας είναι τό δόγμα. Παρεμβαίνει σάν φράγμα μεταξύ της όρθής θελήσεως καί της άλήθειας καί καταστρέφει τΙς προϋποθέσεις γιά τήν έλευθερωμένη πορεία τής άν-θρώπινης οκέψεως πρός τήν ουσία τής ζωής καί τού Κόσμου. Τό δόγμα στήν πραγματικότητα είναι άνίκανο νά πράξη κάτι περισσότερο άπό τήν διαστρέβλωση τής σκέψεως καί τό πάγωμα οτήν πρόοδο της ’Επιστήμης. Τό δόγμα άπλώς προσπαθεί νά έκμεταλλευθή πρακτικά ώριαμένα γεγονότα καί φαινόμενα, φυσικά ή κοινωνικά, γιά νά καρπωθή κάτι άπ' αύτά.
’Αποτέλεσμα του δόγματος είναι ή τεχνοκρατία, αύτό τό όπο-κατάατατο τής Επιστήμης, που χωρίς νά προάγη τήν άλήθεια, υπηρετεΐ τήν σκοπιμότητα, τήν Εξουσία, τήν οίκονομία, τό συμφέρον. Ή «τεχνοκρατική πρόοδος» δέν είναι πρόοδος τής Επιστήμης. Ή πίστη οτι ή σημερινή Επιστήμη βρίσκεται σέ πιό προηγμένο έπίπεδο άπό κάθε άλλη προγενέστερη περίοδο άποτελεΐ τήν μεγαλύτερη ψευδαίσθηση τής έποχής μας. Ή σκέψη μετά τήν έπιβολή των λογοκρατικών δογμάτων όχι μόνο δέν πλησιάζει τήν άλήθεια, άλλά άπομακρυνεται σταθερά άπ* αύτήν. Ή Επιστήμη χάνοντας τόν ά-πόλυτο στόχο της, τήν Ιδέα, περιορίζεται δλο καί περισσότερο στή συναρίθμηση διαφόρων φαινομένων, φυσικών καί κοινωνικών, προσπαθώντας νά ουναγάγη «νόμους», μέ δάση τή διαστρεβλωμένη μορφή τής σκέψεως, τήν γνωστή οάν «παραεπιστήμη» τής Στατιστικής, πού θεωρεί έξωτερικά, έπιφανειακά τήν άλήθεια, σκέπτεται π ο σ ο τ ι κ ά, καί είναι άπολύτως άνίκανη νά συλλάβη ποιοτικά τήν ούσία του φυσικου καί Ιστορικού είναι καί γίγνεσθαι. Ή έποχή πού ζουμε είναι ή έποχή τής τεχνοκρατίας καί όχι τής Επιστήμης,
Ή καθαρή Επιστήμη, μέ έλάχιστες έξαιρέσεις, βρίσκεται οτήν πραγματικότητα στό σημείο πού τήν παρέβωσαν οΐ έλευθερωμένοι, οΐ μή δογματικοί έπιοτήμονες. "Ετσι, ή Λογική του ’Αριστοτέλους δέν έχει έμπλουτιοθή σέ τίποτε άπό τούς νεώτερους, ή Γεωμετρία τού Ευκλείδη παραμένει στό σημείο πού τήν άφησαν οΐ δημιουργοί της άρχαΐοι "Έλληνες μαθηματικοί, ή πολιτική ’Επιστήμη βρίσκεται έκεΐ πού τήν έφθασεν ό 'Αριστοτέλης, ή φιλοσοφία έχει σταματήσει στόν Πλάτωνα καί τόν 'Αριστοτέλη, &ν όχι στόν Ηράκλειτο, καί οΰτω καθεξής. 'Από καθαρά επιστημονική άποψη, στήν έποχή τού δογματισμού, οΐ «προσθήκες» πού γίνονται στήν άνθρώτηνη γνώση δέν άποτελοΰν άλήθειες, άλλά κατά κανόνα άπλές πρακτικές έ-φαρμογές, «έφευρήματα» ή και ώμές διαστρεβλώσεις των άληθειών, Ιδίως στίς θεωρητικές έπιστήμες, κατά τρόπο πού «βολεύει» καί ύπηρετεϊ τήν κρατούσα τάξη πραγμάτων. Ή άλήθεια ΐπαψε νά είναι άλήθεια άττό τότε πού ύποδουλώθηκε στή σκοπιμότητα. Ό κόσμος όλοένα καί περισσότερο βυθίζεται στό πέλαγος τού σκοταδισμού, τρέφοντας τήν αυταπάτη ότι γίνεται σοφώτερος, χάρη οτήν τύφλωση πού τού δημιουργεί ή λογοκρατική δογματική εξουσία, γιά νά τόν άποκοιμίζη καί γιά νά διαιωνίζη έτσι τήν άθλια κυριαρχία της.
Γεράσιμος Πολίτης
Πηγή: Δημμήτρης Λάμπρου, Αναζήτηση, Δοκίμιο Ελληνικής Ιδεολογίας, Δαύλος 1981
Ερευνούμε δύο σκέψεις πού Αντιπροσωπεύουν Ισάριθμες κύριες κατευθύνσεις τοϋ άνθρώπινου πνεύματος:
'Πρώτη σκέψη: Τά πάντα ρεί (=όλα ύφίστανται συνεχή μεταβολή).
Δεύτερη σκέψη: Ή Ιστορικοκοινωνική έξέλιξη άφου διήνυσε τά στάδια τής πρωτόγονης κοινωνίας, τής δουλοκτησίας καί του φεουδαλισμού, μπήκε στό στάδιο τοϋ καπιταλισμού καί άφοϋ όλοκληρώση τόν κύκλο τής καπιταλιστικής άναπτύξεως, θά περάση στό στάδιο τής «δικτατορίας τού προλεταριάτου» καί έν συνεχεία στό τελικό καί όριστικό στάδιο τού κομμουνισμού, (όπωσδήπστε ταυτόχρονα σέ πολλές χώρες πού είναι καπιταλιστικά άνεπτυγμένες καί δχι στίς καπιταλιστικά ύπανάπτυκτες ή σέ μία μόνο χώρα μεμονωμένα;).
Στήν πρώτη σκέψη, πού άνήκει στόν "Έλληνα φιλόσοφο Ηράκλειτο τόν ’Εφέσιο, παρατηρούμε τά έξής χαρακτηριστικά:
Πρώτον, έχει γενικώτατη Ισχύ πού καλύπτει δλους άνεξαίρετα τούς χώρους τού έπιστητού, χωρίς νά άφήνη τίποτε έξω άπ’ αύτήν. "Ολα ύπόκεινται σέ μεταβολή καί τίποτε δέν μένει άμετάβλητο στή Φύση, στή ζωή, στήν Ιστορία, στήν κοινωνία. Δέν όπάρχει τίποτε, άπό τό πιό σημαντικό εως τό πιό Ασήμαντο, άπό τό πιό μικρό εως τό πιό μεγάλο, πού νά μπορή νά ξεφύγη άπό τό άπόλυτο κύρος της.
Δεύτερον, δέν ύπδκειται σέ κανένα περιορισμό, δέν σταματά σέ κανένα σημείο τού χρόνου ή τού χώρου, μετά άπό τό όποιο δέν θά ύπάρχη ή μεταβολή' είναι ύπερχρονική καί ύπερτοπική, Τσχυε χθές, Ισχύει σήμερα καί 6ά ίσχύη αιώνια, στή Γή καί στό Σύμπαν, όπου-δήποτε καί όποτεδήποτε.
Στη δεύτερη σκέψη, πού άνήκει οτούς «πατριάρχες» τού Ιστορικού καί διαλεκτικού ύλισμού Κ. Μάρξ καί Φρ. "Ενγκελς, παρατηρούμε τά έξης χαρακτηριστικά:
Πρώτον, δέν έχει άπόλυτο κύρος, δέν καλύπτει τις ο ύ σ ί ε ς, δλους τούς τομείς του έπκττητου, Αδιαφορεί αν ή Ισχύς της καλύπτη πχ. τούς χώρους τής άνόργανης Ολης, της βιολογίας κλπ., είναι εντοττιομένη οτούς τομείς τής Ιστορίας καί κοινωνίας.
Δεύτερον, θέτει αυθαίρετους περιορισμούς, παρουσιάζει μερικότητα καί λογικήν «βλαστικότητα», δηλαδή άφ’ ένός καθορίζει τά στάδια τής Ιστορίας μέ Αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια καί, άφ'έτέρου, έντσττίζει τήν Ιστορική έξέλιξη σέ καθωρισμένο χώρο (είδικά, ο Μάρξ πίστευε άμετακίνητα, δτι ή «προλεταριακή Επανάσταση» θά «ξεσποΰσε» στίς βιομηχανικά προηγμένες χώρες τής έποχής του ’Αγγλία, Βέλγιο, Γερμανία) καί σέ καθoρiσμένο χρόνο (τή στιγμή πού ό καπιταλισμός θά συμπλήρωνε τό τελευταίο στάδιο τής έιξελίξεώς του). Επίσης, ένώ δέχεται, δτι ή Ιστορικοκοινωνική έξέλιξη προχωρεί σέ διάφορα στάδια μέχρι του προκομμουνιστικοΰ σταδίου (στάδιο τής «δικτατορίας του προλεταριάτου»), σταματά ατό κομμουνιστικό στάδιο, δέν καλύπτει τήν «μετακομμουνιστική» έξέλιξη καί στήν ουσία άντιφάσκει ττρός τήν ίδια τήν «διαλεκτική» τής έξελίξεως, πάνω στήν όποία στηρίζεται.
Ή πρώτη σκέψη του ‘Ηράκλειτου είναι ή άληθινή’ ή δεύτερη σκέψη των Μάρξ - "Ενγκελς είναι ή δογματική.
Ή άλήθεια (άπό τό α —στερητικό καί τό ρήμα λανθάνω « μου διαφεύγει κάτι, κάνω λάθος), έχει σάν κύριο χαρακτηριστικό της, δτι ξεκίνα άπό τήν Ελευθερία καί καταλήγει στήν Ελευθερία. Ή άλήθεια άναφέρεται σταθερά στήν άρχή πού συντηρεί καί ένώ·νει τόν Κόσμο, είναι στενά συνυφασμένη μέ τόν Λόγο πού καλύπτει τό είναι καί τό γίγνεσθαι χωρίς νά βρίσκεται έξω άπ' αύτά. Ή ά-λήθεια δέν ύπόκειται σέ τίποτε -έξω άπό τήν ’Ελευθερία.
Απαραίτητη προϋπόθεση γιά νά «κινηθή» κανείς πρός τήν άλήθεια καί γιά νά είναι άλήθεια τό «τέρμα» τής «κινήσεώς» του είναι ή έλλειψη περιορισμών, ύποκειμενκών καί άντικειμενικών.
"Αν ξεκινώ μέ κίνητρο μου κάποια «έπιθυμοΰσα θέληση», Επιδιώκοντας τήν Ικανοποίησή της, άπσκλείεται ή άντίληψή μου νά είναι όρθή. ’Επίσης, αν ή κατάληξη τής σκέψεώς μου έντάσσεται σέ κάποια έκ των προτέρων τεθειμένη «λογική» σκοπιμότητα, άποκλείεται ή τελική κρίση μου νά είναι άληθινή.
Είναι άπαραίτητο, έπομένως, νά έχω έναν υψηλό βαθμό έλευθερώσεως, μέσω τής όποίας θά έξευρίσκω όνάμεσα στίς έπιθυμοϋσες θελήσεις μου καί άνάμεσα στίς επιμέρους σκοπιμότητες τήν όρθή θέληση καί θά τήν κατευθύνω πρός ενα άπόλυτα έλεύθερο στόχο, πού δέν ύπόκειται σέ τίποτε άλλο έκτός άπό τόν έαυτό του. Ή Ικανότητα τοΰ νά Εξευρίσκω τήν όρθή θέληση είναι ή αύτο-κυριαρχία καί ή Ικανότητα νά κατευθύνω τήν όρθή θέληση στόν άπόλυτα έλεύθερο στόχο είναι ή σοφία. Ο άπόλυτος στόχος, κάτι δηλαδή πού στέκει αύτοδύναμα καί πέρα άπό τά έπΐ μέρους φαινόμενα, τόν υποκειμενισμό καί τό συμφέρον, είναι ή Ιδέα.
Αύτή ή Ιδέα, τό σταθερό σημείο άναφορας τής σκέψεως γιά τήν προσπέλαση τής άλήθειας, βρίσκεται πάνω άπό τήν ύλη. Δέν τήν δημιουργούν οΐ αισθήσεις μας, ένυπάρχει σέ μάς. Οι αίσθήσεις μας καί οί πληροφορίες πού μάς παρέχουν δίνουν «όμοιώματα» άτελώς τής άλήθειας, άλλ’ όχι τήν ίδια τήν άλήθεια (’Αριστοτέλης). Μέ τήν έννοιαν αύτήν, έχουν κάποια χαλαρή σχέση μέ τήν άλήθεια — «έχει άλήθειάν τινα όψις καί άκοή του άνθρώπου» —άλλά όλες οι αισθήσεις είναι άδύνατον νά μάς δώσουν τήν ίδια τήν άλήθεια, πού ταυτίζεται μέ τήν ύπεραισθητή όντότητα τής άπόλυτης Ιδέας.
Έπομένως, ή άλήθεια δέν ταυτίζεται ·μέ τό γεγονός — πού ύπόκειται στό χρόνο καί τόν τόπο— δέν έχει άρχή καί δέν έχει τέλος, είναι άπειρη. Kύριο γνώρισμα τής γνώσεως τής άλήθειας είναι ή άρμονία μεταξύ τής όρθής θελήσεως καί τής Ιδέας πρός τήν όποια κατευθύνεται.
Στή σκέψη τού Ηράκλειτου ύποκρύπτεται ή Ιδέα τής δικαιοσύνης, καί μάλιστα στήν πιό καθαρή μορφή της (τό ήρακλείτειο τρίπτυχο «πόλεμος»-«ερις»-«δίκη»), ή άπόλυτη δηλαδή άυλη όντότητα πού Ισχύει καθολικά στή Φύση καί στήν Ιστορία καί έκφράζεται στόν αί-σθητό κόσμο μέ τόν συνεχή άγώνα μεταξύ των δντων, πού δίνει ά-τέρμονη κίνηση, άέναη μεταβολή στό Σύμπαν καί στή ζωή. Ή ιδέα τής δικαιοσύνης είναι, δττως δλες οΐ Ιδέες, έμφυτη στόν Ανθρωπο. Ό Ηράκλειτος μέ όδηγό τήν Ιδέα αύτήν καί όχι τΙς αίσθήσεις. του, έναρμόνισε τή σκέψη του πρός τό Λόγο, τήν άρχή που συντηρεί καί ένώνει τόν Κόσμο, καί συνέλαβε καί διετύπωσε ύπερχρονικίχ καί ύπερτοπικά μ(α Αλήθεια («τά πάντα ρει»), ή όποία δέν άνετράπη ούτε θά άνατραπη ποτέ άπό τις έξελίξεις του Σύμπαντος, άπό τά γεγονότα καί τά φαινόμενα.
Τό δόγμα είναι άντίθετο πρός τήν Ελευθερία, ύπόκειται σέ κάποιο ή κάποιους σκοπούς, ξένους πρός τήν άπόλυτη Ιδέα καί καθοριζόμενους άπό τόν φορέα του, μέ 4άση 6,τι ύποπίπτει στίς αίσθή* σεις. Ή δογματική «άλήθεια» ύπηρετεί κάτι έξω άπ* αύτήν, έξαλ-λοτριώνεται μέσα στήν άναγκαιότητα καί στόν αίσθητό κόσμο, χάνοντας άφ* ένός τήν αύτοκυριαρχία της καί άφ* έτέρου τήν μοναδικότητα του άπόλυτου ύπεραισθητοϋ στόχου, πρός τόν όποιο κατευθύνεται. "Ετσι ή δογματική «ά-λήθεια» καταντά νά ταυτίζεται μέ τό γεγονός, νά έχη χρονική άρ-χή καί χρονικό τέλος, νά είναι έπικαιρκή, μή έλεύθερη καί πεπερασμένη. Ή άένση μεταβολή, πού συνέλαβε ό 'Ηράκλειτος, μετα-τρέπεται έτσι άπό τήν δογματική σκέψη σέ ε ξ έ λ ι ξ η, δηλαδή σέ σειρά γεγονότων που άρχίζουν καί τελειώνουν κάπου.
Ή ύποταγή αύτή ατό χρόνο καί χώρο κατά κανόνα όδηγεΐ στήν ύποδούλωοη της οκέψεως στήν πράξη. Γιαυτό δλες οΐ δογματικές «άλήθειες» κατευθυνονται σέ πρακτικούς στόχους: Στήν Παλαιά Διαθήκη ή άλήθεια νοείται μόνο οάν πράξη —«τήν άλήθειαν ποιεΐν» (υ) —καί στήν Λογοκρατία (Μαρξισμό καί Άστοκαπιταλισμό) νοείται μόνο σάν έξυπηρέτηση πρακτικών αίσθητών στόχων (okovo-μ(α, έξουσία). Αύτοδύναιμη άλήθεια, άνεξάρτητη παντός περιορισμού, δέν υπάρχει στό δόγμα. Κύριο γνώρισμα τοΟ δόγματος είναι ή άποκοπή τής θελήσεως άπό τήν Ιδέα.
Τό δόγμα είναι ψευδός σκόπιμο, καί κατασκευάζεται γιά νά εξυπηρετήση κάποιους, θά έλεγε κανείς, ότι οΐ δογματικοί είναι δημιούργημα τής άνελευθερίας, δηλαδή κάποιος βαθειας συναισθήσεως
Αδυναμίας, κάποιου πρωτόγονου φόβου, πού προσπαθούν νά τόν άντιπαρέλθουν μέ τήν άνάπτυξη τής όρμής έπι βολής καί τή συγκέντρωση έξουσίας. (« Τό δόγμα προσπαθεί νά άνακαλύψη δυνάμεις πού 6ά τις χρησιμοποίηση γιά τήν έφαρμογή του (π.χ. τήν Εκκλησία ή τήν δύναμη τών «προλεταρίων»), τείνει νά γ{νη μέ τεχνητά μέσα «πραγματικότητα» (κατ’ άνάγκην τεχνητή καί ψευδής).
Τό στοιχείο του ψεύδους πού ένυπηρχε στήν σκέψη τών Μάρξ - 'Ενγκελς πού άναφέραμε, άποκαλύφθηκε άπό τήν ιδια τήν Ιστορικοκοινωνική έξέλιξη: ή προλεταριακή έπανάσταση δέν έκδηλώθηκε σάν «νομοτελειακό γεγονός» στις «καπιταλιστικά άνεπτυγμένες» χώρες ’Αγγλία, Βέλγιο, Γερμανία κλπ., στις όποιες μέχρι σήμερα δέν υπάρχει καμμιά τέτοια προοπτική, άλλά έπεβλήθη τεχνητά καί βίαια σάν έξουσία σέ μιά «καπιταλιστικά ύπανάπτυκτη» χώρα, τήν τσαρική Ρωσία, πράγμα πού δέν «προφήτεφαν» ποτέ οΐ δύο πατριάρχες τού Μαρξισμού, προβλέποντας, αντίθετα, ότι στή χώρα αύτή άπεκλείετο οίαδήποτε μορφή κομμουνισμού. ’Επίσης ή έπανάσταση δέν έπεβλήθη ταυτόχρονα σέ πολλές χώρες, άλλά οέ μία —στις υπόλοιπες χώρες (Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ούγγαρία κλπ.) έγκαθιδρύθηκε βίαια κατόπιν στρατιωτικής καταλήψεώς τους άπό τά σοβιετικά στρατεύματα (ή, άργότερα σέ άλλες χώρες, «μεθο-δεύθηκε» κατόπιν καταλλήλων πολιτικών «χειρισμών» της Διεθνούς Έξουσίας). Τό μαρξιστικό ψεύδος άπορρέει, πρώτον, άπό τήν σκόπιμα στενή οικονομική άνάλυση της Ιστορίας, πού στηρίζεται στίς αισθήσεις καί όχι στήν Ιδέα, (β) καί, δεύτερον, άπό τό βόγμα τής κομμουνιστικής κοινωνίας, μιάς κοινωνίας, δηλαδή, στηριζόμενης σέ μιά τεχνητή άρχή, όχι Ιδέα, τήν άρχή της Ισότητας. Ή άρχή τής Ισότητας είναι δογματική (ψευδής, αυθαίρετη καί «συμβατική»), δέν είναι Εμφυτη στόν άνθρωπο καί δέν Ισχύει πουθενά στή Φύση, ούτε στήν Ιστορία,
Ό μεγαλύτερος έχθρός της άλήθειας είναι τό δόγμα. Παρεμβαίνει σάν φράγμα μεταξύ της όρθής θελήσεως καί της άλήθειας καί καταστρέφει τΙς προϋποθέσεις γιά τήν έλευθερωμένη πορεία τής άν-θρώπινης οκέψεως πρός τήν ουσία τής ζωής καί τού Κόσμου. Τό δόγμα στήν πραγματικότητα είναι άνίκανο νά πράξη κάτι περισσότερο άπό τήν διαστρέβλωση τής σκέψεως καί τό πάγωμα οτήν πρόοδο της ’Επιστήμης. Τό δόγμα άπλώς προσπαθεί νά έκμεταλλευθή πρακτικά ώριαμένα γεγονότα καί φαινόμενα, φυσικά ή κοινωνικά, γιά νά καρπωθή κάτι άπ' αύτά.
’Αποτέλεσμα του δόγματος είναι ή τεχνοκρατία, αύτό τό όπο-κατάατατο τής Επιστήμης, που χωρίς νά προάγη τήν άλήθεια, υπηρετεΐ τήν σκοπιμότητα, τήν Εξουσία, τήν οίκονομία, τό συμφέρον. Ή «τεχνοκρατική πρόοδος» δέν είναι πρόοδος τής Επιστήμης. Ή πίστη οτι ή σημερινή Επιστήμη βρίσκεται σέ πιό προηγμένο έπίπεδο άπό κάθε άλλη προγενέστερη περίοδο άποτελεΐ τήν μεγαλύτερη ψευδαίσθηση τής έποχής μας. Ή σκέψη μετά τήν έπιβολή των λογοκρατικών δογμάτων όχι μόνο δέν πλησιάζει τήν άλήθεια, άλλά άπομακρυνεται σταθερά άπ* αύτήν. Ή Επιστήμη χάνοντας τόν ά-πόλυτο στόχο της, τήν Ιδέα, περιορίζεται δλο καί περισσότερο στή συναρίθμηση διαφόρων φαινομένων, φυσικών καί κοινωνικών, προσπαθώντας νά ουναγάγη «νόμους», μέ δάση τή διαστρεβλωμένη μορφή τής σκέψεως, τήν γνωστή οάν «παραεπιστήμη» τής Στατιστικής, πού θεωρεί έξωτερικά, έπιφανειακά τήν άλήθεια, σκέπτεται π ο σ ο τ ι κ ά, καί είναι άπολύτως άνίκανη νά συλλάβη ποιοτικά τήν ούσία του φυσικου καί Ιστορικού είναι καί γίγνεσθαι. Ή έποχή πού ζουμε είναι ή έποχή τής τεχνοκρατίας καί όχι τής Επιστήμης,
Ή καθαρή Επιστήμη, μέ έλάχιστες έξαιρέσεις, βρίσκεται οτήν πραγματικότητα στό σημείο πού τήν παρέβωσαν οΐ έλευθερωμένοι, οΐ μή δογματικοί έπιοτήμονες. "Ετσι, ή Λογική του ’Αριστοτέλους δέν έχει έμπλουτιοθή σέ τίποτε άπό τούς νεώτερους, ή Γεωμετρία τού Ευκλείδη παραμένει στό σημείο πού τήν άφησαν οΐ δημιουργοί της άρχαΐοι "Έλληνες μαθηματικοί, ή πολιτική ’Επιστήμη βρίσκεται έκεΐ πού τήν έφθασεν ό 'Αριστοτέλης, ή φιλοσοφία έχει σταματήσει στόν Πλάτωνα καί τόν 'Αριστοτέλη, &ν όχι στόν Ηράκλειτο, καί οΰτω καθεξής. 'Από καθαρά επιστημονική άποψη, στήν έποχή τού δογματισμού, οΐ «προσθήκες» πού γίνονται στήν άνθρώτηνη γνώση δέν άποτελοΰν άλήθειες, άλλά κατά κανόνα άπλές πρακτικές έ-φαρμογές, «έφευρήματα» ή και ώμές διαστρεβλώσεις των άληθειών, Ιδίως στίς θεωρητικές έπιστήμες, κατά τρόπο πού «βολεύει» καί ύπηρετεϊ τήν κρατούσα τάξη πραγμάτων. Ή άλήθεια ΐπαψε νά είναι άλήθεια άττό τότε πού ύποδουλώθηκε στή σκοπιμότητα. Ό κόσμος όλοένα καί περισσότερο βυθίζεται στό πέλαγος τού σκοταδισμού, τρέφοντας τήν αυταπάτη ότι γίνεται σοφώτερος, χάρη οτήν τύφλωση πού τού δημιουργεί ή λογοκρατική δογματική εξουσία, γιά νά τόν άποκοιμίζη καί γιά νά διαιωνίζη έτσι τήν άθλια κυριαρχία της.
Γεράσιμος Πολίτης
Πηγή: Δημμήτρης Λάμπρου, Αναζήτηση, Δοκίμιο Ελληνικής Ιδεολογίας, Δαύλος 1981
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου