Κοίτα να δείς, παιχνίδια που σου παίζει η ρουφιάνα η ζωή.
Κατάκοπος κι εξαντλημένος από τον αδιέξοδο καθημερινό μόχθο,
απεγνωσμένος από τα καθημερινά ΝΕΑ βάρη που με καλούν να
σηκώσω, αποκαρδιωμένος που το βαρέλι του νερού δεν έχει πάτο,
από...., από...., από...., είπα να πάρω έναν μεσημεριάτικο υπνάκο,
Μιά μουριά που με περίσσια αυταρέσκεια και με ακόμη πιό περίσσιο
θράσος, επιμένει να διατηρεί όλα της τα φύλλα, σ’ένα φθινόπωρο
που γιά δικούς του λόγους, όλο κι αναβάλλει την έλευσή του.
Με πήρε ο ύπνος λοιπόν και δεν άργησαν νά’ρθουν και τα όνειρα.
Πρέπει νά’δα τρία ; Τέσσερα ; Πέντε ; Θα σας γελάσω. Διότι
με το που άνοιξα τα μάτια μου λίγο πρίν το σκοτάδι πέσει,
τα όνειρα χάθηκαν, έσβυσαν, ανελήφθησαν ίσως εις τους ουρανούς.
Ομως, συγκράτησα ένα ! Ενα όνειρο πολύ ζωντανό, πολύ νοσταλγικό,
αλλά και πολύ διδακτικό .
Στο όνειρο αυτό, ήρθε απρόσκλητος,
σαν αυτόκλητος τελάλης μιάς εποχής που πέθανε, ένας μπακάλης.
Μην με ρωτάτε γιά την μορφή ή για το σχήμα του. Δεν τα συγκράτησα.
Γιατί έτσι συμβαίνει, στα περισσότερα από τα όνειρα. Οσο ζωντανές
είναι οι μορφές στη διάρκεια του ύπνου, τόσο εύκολα ξεθωριάζουν
και θολώνουν, μόλις ανοίξουμε τα μάτια μας. Εξάλλου, το ‘ηθικόν
δίδαγμα’, είναι που έχει σημασία. Το μήνυμα του ονείρου
είναι που ξετάζουμε και όχι η μορφή του πρωταγωνιστή του.
Εχουμε και λέμε, λοιπόν: Αυτός ο μπακαλάκος των περασμένων
χρόνων, που κάποιοι από μας ακόμη έχουμε στο μυαλό μας
την εικόνα του, αλλά και τη συμπεριφορά του, ήταν συνήθως
ροδομάγουλος, φορούσε ρούχα καθαρά- ας ήταν και μπαλωμένα-,
πολύ συχνά είχε κοιλίτσα στρογγυλή και σχεδόν πάντα, χαμογελούσε.
Και χαμογελούσε, γιά πολλούς λόγους. Ο πρώτος είναι, ότι ένιωθε
ΚΥΡΙΟΣ ! Κύριος του εαυτού του, Κύριος του μαγαζιού του, Κύριος απέναντι
στην μικρή του πελατεία, Κύριος και στον μπακαλόγατο, που πήγαινε
τα λιγοστά ψώνια στους πελάτες. Το ‘’όλον’’ σύστημα, δούλευε ρολόϊ.
Με τους νόμους της αγοράς, με τους όρους της ευνομούμενης κοινωνίας,
με τους στοιχειώδεις υγειονομικούς κανόνες, με σωστά νιτερέσα με την
παμφάγα εφορία. Κι έτσι, ΟΛΟΙ ήταν ευχαριστημένοι. Ο μπακάλης, διότι
αφήνοντας την παράγκα στα Φάρσαλα, αγόρασε τριαράκι στην Κυψέλη,
(ή στην Λαμπρινή, ή στο Χαλάνδρι), πήγαινε τη φαμίλια βολτούλες με την
μοτοσυκλέτα την εφοδιασμένη με πλαινή ‘φωλιά’, στην Μαγκουφάνα,
(ή στο Μπογιάτι, ή στον Αλιμο). Οι πελάτες, διότι δεν αμφέβαλλαν ΠΟΤΕ
γιά την ποιότητα της φάβας, του μπακαλιάρου, του πράσινου σαπουνιού
‘ΑΡΚΑΔΙ’ και της κονέρβας με σαρδέλλες ‘’LUCAS’’. H αδηφάγα Εφορία,
επίσης ικανοποιημένη, διότι ....’τρείς το λάδι,τρείς το ξίδι...κλπ’. Βλέπετε
ΤΟΤΕ, οι Μανδαρίνοι του αχόρταγου Κράτους, δεν είχαν ακόμη εφεύρει
το – αξίζει γιά βραβείο ΝΟΜΠΕΛ, το εφεύρημα- κολπέτο,.... της ‘ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ’.
Ετσι, όλα κυλούσαν ομαλά,ήσυχα και ειρηνικά.Ο κοσμάκης, είχε συνηθίσει
στα λίγα, στα αναγκαία, στα ανόθευτα και στις παστρικές δουλίτσες.
Τώρα, άν κάποιοι –ελάχιστοι- μπακάληδες, κόλλαγαν την τσίχλα τους κάτω
από το τάσι της ζυγαριάς, που δεχόταν τα πρός πώληση προιόντα,
μικρό το κακό. Αμελητέο. Εχουν τάχα ζωτική σημασία, κάποια ‘κλεμένα’
δράμια ; Σάματι οι πελάτες, δεν το γνώριζαν ; Το γνώριζαν και το παραγνώριζαν
φυσικά ! Γιαυτό, πρίν βγούν από την πόρτα του μπακάλικου, χαμογελούσαν
στον μπακάλη, πετώντας του το...’συνένοχο’, ‘’ Ναι, αλλά κύριε Βρασίδα
μας, θα μας δώσεις τζαμπέ και μιά δωδεκάδα μανταλάκια ! ’’. Η ατάκα
αυτή και μόνον, ήταν ικανή γιά να κάνει τον κυρ Βρασίδα, να ξεκολλήσει
ΠΑΡΑΥΤΑ την τσίχλα, από το τάσι της ζυγαριάς.
Ετσι γιόντουσαν ΤΟΤΕ, οι δουλειές. Ετσι κυλούσε η καθημερινότητα.
Ετσι πορευόταν στο δρόμο των ΙΔΕΩΔΩΝ, η Πατρίδα.
ΑΥΤΟΝ λοιπόν τον μπακάλη, ονειρεύτηκα ! Τον νοικοκύρη,τον έντιμο,
τον ανθρώπινο και τον ολιγαρκή ! Και σκέφτηκα ο ...ΑΦΕΛΗΣ, πως ένας
τέτοιος άνθρωπος, πρέπει να βρεθεί γιά το ‘’ Μεγάλο Παντοπωλείον
η ΕΛΛΑΣ ‘’. Κι ας τον πληρώσουμε και κάτι παραπάνω, βρε αδερφέ.
Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.
ΥΓ: Ο ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ από άποψη, δεν σχολιάζει τα σχόλια, που αφορούν
σε κείμενά του.
Κοίτα να δείς, παιχνίδια που σου παίζει η ρουφιάνα η ζωή.
Κατάκοπος κι εξαντλημένος από τον αδιέξοδο καθημερινό μόχθο,
απεγνωσμένος από τα καθημερινά ΝΕΑ βάρη που με καλούν να
σηκώσω, αποκαρδιωμένος που το βαρέλι του νερού δεν έχει πάτο,
από...., από...., από...., είπα να πάρω έναν μεσημεριάτικο υπνάκο,
Μιά μουριά που με περίσσια αυταρέσκεια και με ακόμη πιό περίσσιο
θράσος, επιμένει να διατηρεί όλα της τα φύλλα, σ’ένα φθινόπωρο
που γιά δικούς του λόγους, όλο κι αναβάλλει την έλευσή του.
Με πήρε ο ύπνος λοιπόν και δεν άργησαν νά’ρθουν και τα όνειρα.
Πρέπει νά’δα τρία ; Τέσσερα ; Πέντε ; Θα σας γελάσω. Διότι
με το που άνοιξα τα μάτια μου λίγο πρίν το σκοτάδι πέσει,
τα όνειρα χάθηκαν, έσβυσαν, ανελήφθησαν ίσως εις τους ουρανούς.
Ομως, συγκράτησα ένα ! Ενα όνειρο πολύ ζωντανό, πολύ νοσταλγικό,
αλλά και πολύ διδακτικό .
Στο όνειρο αυτό, ήρθε απρόσκλητος,
σαν αυτόκλητος τελάλης μιάς εποχής που πέθανε, ένας μπακάλης.
Μην με ρωτάτε γιά την μορφή ή για το σχήμα του. Δεν τα συγκράτησα.
Γιατί έτσι συμβαίνει, στα περισσότερα από τα όνειρα. Οσο ζωντανές
είναι οι μορφές στη διάρκεια του ύπνου, τόσο εύκολα ξεθωριάζουν
και θολώνουν, μόλις ανοίξουμε τα μάτια μας. Εξάλλου, το ‘ηθικόν
δίδαγμα’, είναι που έχει σημασία. Το μήνυμα του ονείρου
είναι που ξετάζουμε και όχι η μορφή του πρωταγωνιστή του.
Εχουμε και λέμε, λοιπόν: Αυτός ο μπακαλάκος των περασμένων
χρόνων, που κάποιοι από μας ακόμη έχουμε στο μυαλό μας
την εικόνα του, αλλά και τη συμπεριφορά του, ήταν συνήθως
ροδομάγουλος, φορούσε ρούχα καθαρά- ας ήταν και μπαλωμένα-,
πολύ συχνά είχε κοιλίτσα στρογγυλή και σχεδόν πάντα, χαμογελούσε.
Και χαμογελούσε, γιά πολλούς λόγους. Ο πρώτος είναι, ότι ένιωθε
ΚΥΡΙΟΣ ! Κύριος του εαυτού του, Κύριος του μαγαζιού του, Κύριος απέναντι
στην μικρή του πελατεία, Κύριος και στον μπακαλόγατο, που πήγαινε
τα λιγοστά ψώνια στους πελάτες. Το ‘’όλον’’ σύστημα, δούλευε ρολόϊ.
Με τους νόμους της αγοράς, με τους όρους της ευνομούμενης κοινωνίας,
με τους στοιχειώδεις υγειονομικούς κανόνες, με σωστά νιτερέσα με την
παμφάγα εφορία. Κι έτσι, ΟΛΟΙ ήταν ευχαριστημένοι. Ο μπακάλης, διότι
αφήνοντας την παράγκα στα Φάρσαλα, αγόρασε τριαράκι στην Κυψέλη,
(ή στην Λαμπρινή, ή στο Χαλάνδρι), πήγαινε τη φαμίλια βολτούλες με την
μοτοσυκλέτα την εφοδιασμένη με πλαινή ‘φωλιά’, στην Μαγκουφάνα,
(ή στο Μπογιάτι, ή στον Αλιμο). Οι πελάτες, διότι δεν αμφέβαλλαν ΠΟΤΕ
γιά την ποιότητα της φάβας, του μπακαλιάρου, του πράσινου σαπουνιού
‘ΑΡΚΑΔΙ’ και της κονέρβας με σαρδέλλες ‘’LUCAS’’. H αδηφάγα Εφορία,
επίσης ικανοποιημένη, διότι ....’τρείς το λάδι,τρείς το ξίδι...κλπ’. Βλέπετε
ΤΟΤΕ, οι Μανδαρίνοι του αχόρταγου Κράτους, δεν είχαν ακόμη εφεύρει
το – αξίζει γιά βραβείο ΝΟΜΠΕΛ, το εφεύρημα- κολπέτο,.... της ‘ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ’.
Ετσι, όλα κυλούσαν ομαλά,ήσυχα και ειρηνικά.Ο κοσμάκης, είχε συνηθίσει
στα λίγα, στα αναγκαία, στα ανόθευτα και στις παστρικές δουλίτσες.
Τώρα, άν κάποιοι –ελάχιστοι- μπακάληδες, κόλλαγαν την τσίχλα τους κάτω
από το τάσι της ζυγαριάς, που δεχόταν τα πρός πώληση προιόντα,
μικρό το κακό. Αμελητέο. Εχουν τάχα ζωτική σημασία, κάποια ‘κλεμένα’
δράμια ; Σάματι οι πελάτες, δεν το γνώριζαν ; Το γνώριζαν και το παραγνώριζαν
φυσικά ! Γιαυτό, πρίν βγούν από την πόρτα του μπακάλικου, χαμογελούσαν
στον μπακάλη, πετώντας του το...’συνένοχο’, ‘’ Ναι, αλλά κύριε Βρασίδα
μας, θα μας δώσεις τζαμπέ και μιά δωδεκάδα μανταλάκια ! ’’. Η ατάκα
αυτή και μόνον, ήταν ικανή γιά να κάνει τον κυρ Βρασίδα, να ξεκολλήσει
ΠΑΡΑΥΤΑ την τσίχλα, από το τάσι της ζυγαριάς.
Ετσι γιόντουσαν ΤΟΤΕ, οι δουλειές. Ετσι κυλούσε η καθημερινότητα.
Ετσι πορευόταν στο δρόμο των ΙΔΕΩΔΩΝ, η Πατρίδα.
ΑΥΤΟΝ λοιπόν τον μπακάλη, ονειρεύτηκα ! Τον νοικοκύρη,τον έντιμο,
τον ανθρώπινο και τον ολιγαρκή ! Και σκέφτηκα ο ...ΑΦΕΛΗΣ, πως ένας
τέτοιος άνθρωπος, πρέπει να βρεθεί γιά το ‘’ Μεγάλο Παντοπωλείον
η ΕΛΛΑΣ ‘’. Κι ας τον πληρώσουμε και κάτι παραπάνω, βρε αδερφέ.
Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.
ΥΓ: Ο ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ από άποψη, δεν σχολιάζει τα σχόλια, που αφορούν
σε κείμενά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου