PS WEB SOLUTION ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΕΕΕΕ!!!!!: Η πνευματική ανταρσία και ο Albert Camus

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Η πνευματική ανταρσία και ο Albert Camus

Share This To YourBlog.biz

Η πνευματική ανταρσία και ο Albert Camus - Αλμπέρ Καμύ
... της Άννας Κελεσίδου - Δ.φιλ., διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Η αναγκαιότητα και η συνειδητοποίηση του παραλόγου.


«Όλα φαίνονται τόσο περίπλοκα, κι όμως όλα είναι τόσο απλά.
Αν είχα αποκτήσει τη σελήνη, αν ο έρωτας αρκούσε, όλα θα είχαν αλλάξει. Αλλά που να σβήσω αυτή τη δίψα;... Τίποτε στον κόσμο αυτό ούτε στον άλλο που να είναι στα μέτρα μου. Το αδύνατο. Το αναζήτησα στα πέρατα του κόσμου, στα σύνορα του εαυτού μου. Δέν επήρα τον δρόμο που έπρεπε, δέν καταλήγω σε τίποτε»!

Το απόσπασμα, απο την Δ' πράξη, σκήνη δέκατη τέταρτη, του θεατρικού έργου του Camus «Καλιγούλας», εκφράζει μια βασική ιδέα του φιλόσοφου - λογοτέχνη: τη βεβαιότητα για το ανώφελο του υπάρχειν.

Εδώ πρόκειται κυρίως για το ανέκκλητο της πραγματικότητας του θανάτου, που, όπως ο πόνος, η αρρώστια, η συντριβή, η συμφορά συνιστούν, για τον γάλλο στοχαστή, ποινές για την ενοχή του υπάρχειν.

Στο έργο η «Πανούκλα» ο συγγραφέας παρουσιάζει τον βασικό του ήρωα, τον γιατρό Rieux, να λέει, τη στιγμή ακριβώς που η θανατερή αρρώστια φαίνεται να έχει νικηθεί: «ο βάκιλλος της πανούκλας... και μια μέρα, για τη δυστυχία και τη γνώση του ανθρώπου, η πανούκλα θα ξυπνήσει τα ποντίκια της».

Οι τρόποι για να εξιχνιάσει η συνείδηση το πρόβλημα του μηδενός ή του παράλογου είναι παραδοσιακά τρεις: ο φιλοσοφικός - λογικός, ο θρησκευτικός - συναισθηματικός και ο ηθικο-πρακτικός. Οι τρόποι αυτοί συνοψίζονται με τις ακόλουθες έννοιες:

α) την κατηγορική προστακτική του λόγου που ταξιθετεί την κοσμική και ανθρώπινη αταξία. Παράδειγμα: ο Πλάτων, που δέν απελπίζεται για τη ζωή, αλλά τη θεωρεί δυνατότητα για τη διάνοιξη τριών σωτηριακών δρόμων, της ανάμνησης, της ερωτικής φρόνησης, της άσκησης της διαλεκτικής·

β) την ελπίδα στην πραγματικότητα μιας άλλης ζωής, που είναι καθήκον του ανθρώπου να την αναζητήσει. Ο άνθρωπος, ένας homo viator, όπως είναι, για παράδειγμα, στον Gabriel Marcel, εισδύει στο μυστήριο το Είναι, στην αρχή με την αγωνία, ύστερα με την ελπίδα, που δέν είναι απλώς ηθικό γεγονός, αλλά σύμφυτη με την εσωτερική οντική δομή του ανθρώπου·

γ) την πίστη, όπως έγινε, πχ, με τον Pascal, στην ύπαρξη μιας θεμελιακής, υπερβατικής πηγής, προς την οποία τείνει ο πεπερασμένος άνθρωπος και αυτοϋπερβαίνεται, σώζεται απο την απελπισία που γεννά μέσα του η βεβαιότητα πως η γνώση είναι ανέφικτη. Το κενό που γεννά η εγκοσμιότητα γεμίζει στον χριστιανικό, πχ στοχασμό του K. Jaspers, με την πίστη στη θεότητα μέσα σ' ένα αγώνα αγάπης·

δ) έσχατη λύση συνιστά η αυτοκτονία. Στον Schopenauer, πχ η φυγή απο το princi- pium individuationis είναι άρνηση της θέλησης, δηλαδή άρνηση της ζωής, η οποία είναι μόνο ενα επεισόδιο γεμάτο αγώνα και πλάνη, επεισόδιο που ταράζει τη γαλήνη του μηδενός.

Όλες αυτές τις λύσεις ο Camus τις θεωρεί παρακάμψεις του προβλήματος της αναγκαιότητας. «Το σημαντικό», λέει χαρακτηριστικά, «δέν είναι να γιατρευτείς, αλλά να ζεις με τις αρρώστιές σου» («Ο μύθος του Σισύφου»). Το παράλογο δέν καταλύεται ούτε εξηγείται, αφού είναι ό,τι δέν έχει νόημα, συνειδητοποιείται, κι αυτή η συνειδητοποίηση είναι συμβίωση με το παράλογο, όπως στην εικόνα της ορχιδέας που θρέφει το παράσιτο μανιτάρι και θρέφεται μ' αυτό.

Η γνώση αυτή δέν είναι ερμηνευτική, όπως η σωκρατική, ούτε συνυφαίνεται με ηθικά αξιώματα (ως γνώση, πχ της αμαρτίας)· είναι επακριβωτική («vivre c' est verifier»), και η ελευθερία που δίνει δέν είναι η μεταφυσική (η φιλοσοφία της ελευθερίας θα βρει, για την περίοδο που μας απασχολεί, την κορυφαία στιγμή της στον Berdiaeff, όπου θεωρείται θεμέλιο του όντος και συνδέεται με την αγάπη, τη δημιουργία, την έκσταση, τις στιγμές της πληρότητας κατα τις οποίες ο άνθρωπος συλλαμβάνει τη θεμελιακή συμφωνία ανάμεσα στους ανθρώπους και το Είναι). Η μόνη ελευθερία που ενδιαφέρει εδώ τον Camus είναι η ελευθερία της υπέρβασης του φόβου του θανάτου.


Η παράλογη ανταρσία


Albert Camus Ο Σίσυφος και το βάρος της Ζωής (gerasimos-politis.blogspot.com)
Ο άνθρωπος, που κατα τον A. Camus εφαρμόζει τη μοναδική γι' αυτόν θεμιτή λύση, να μή πολεμά ούτε να αποφεύγει το παράλογο, στασιάζει προσδεχόμενος με σύνεση την πραγματικότητα. Δέν πρόκειται εδώ για κοινωνικό στασιασμό, που ο ίδιος ο Camus - όπως λέγεται στο «ο επαναστατημένος άνθρωπος» - θεωρεί αντί-σταση, αντιμετώπιση μιας συνθήκης ζωής που επιβάλλεται, με σκοπό την ανατροπή της. Ο υπαρξιακός στασιασμός στην πρώτη αυτή φάση που εξετάζουμε, είναι συνώνυμος με την ιδέα μιας φωτισμένης απόφασης, τη βεβαιότητα πως το πρόβλημα δέν λύνεται ούτε όπως ο γόρδιος δεσμός ούτε με μια συγκεκριμένη ηθική λύση, παρά μόνο με την άρνηση της απελπισίας και την οξυδερκή κατάφαση του παράλογου. Ο Σίσυφος είναι ο καταδικασμένος αιώνια, αλλ' όχι συντριμμένος άνθρωπος, ο ελεύθερος πολιορκημένος. Δέν είναι ο κοινωνικός επαναστάτης, αφού μήτε με τους θεούς τα βάζει ούτε ν' αλλάξει πορεία επιχειρεί, γιατι γνωρίζει πως δέν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Ένας εργάτης δίχως κέρδος (δίχως; αφού φτιάχνει τουλάχιστον μυς!), όπως ο Σίσυρος, δέν είναι προμηθεικό πρόσωπο· είναι ο εφεκτικός άνθρωπος που γνωρίζει τη μοίρα του και δέν τη φοβάται.

Στον κοινωνικό τομέα είναι σαν εκείνον που γνωρίζει οτι δέν θα έχει αύξηση μισθού ούτε μπορεί να ελπίζει σε βελτίωση της εργασίας του κι όμως εξακολουθεί να εργάζεται αγόγγυστα - κι εδώ δέν πρόκειται για τη στωική έννοια του καθήκοντος -, να ζη, λέει ο Camus, με αυτό που ξέρει, να συμβιβάζεται μ' αυτό, δίχως ν' αφήσει να παρεμβαίνει τίποτε το αβέβαιο. Ο ίδιος, βέβαια, ο Camus αναγνωρίζει πως ο σύγχρονος εργάτης γίνεται τραγικός απο τη στιγμή που αποκτά συνείδηση, όπως ο εργάτης των θεών Σίσυφος. Γίνεται όμως στασιαστής; «Οι άφωνοι» («Η εξορία και το βασίλειο») είναι εργάτες που απήργησαν, απέτυχαν, ξαναγύρισαν στη δουλειά τους με κλεισμένο απο τον θυμό στόμα και δέν μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα τους, ενώ τα σφυριά βροντούν στο πολύβουο υπόστεγο όπου εργάζονται. Νοσταλγοί και αυτοί της αθωότητας, της άλλης μεριάς της θάλασσας, ούτε πεισμώνουν ούτε λυπούνται ούτε συγκινούνται εύκολα. Ο Μερσώ, στο μυθιστόρημα «Ο ξένος», είναι ο αδιάφορος, που δέχεται ό,τι συμβαίνει, δίχως να κρίνει ή να χρωματίζει με νόημα τίποτε.

Η αδιαφορία ταυτίζεται στον Camus με τη λιθοποίηση. Η έννοια δίνεται με την εικόνα της σισύφειας προσπάθειας. Ο αδιάφορος έχει ισοπεδώσει τις αξίες, λιθοποιήσει στο δεδομένο. Σαν την πέτρα, δέν διαβρώνεται εσωτερικά, αλλά εξωτερικά. Όπως ο ασθενής που προσαρμόζεται στην αρρώστια του, όπως ο οξυδερκής αλλ' άφωνος εργάτης, ο Σίσυφος εξαντλείται στην προσπάθειά κρατώντας αδιάβρωτη την ψυχή του.

Για τον επαναστάτη όμως, που απο ανάγκη υποστασιακή πρέπει να κάνει το άλμα, παρ' όλη τη γνώση πως η φωτιά θα γίνει στάχτη κι όλα θα μείνουν ανάλλαχτα μετά τη θυσία, η ελευθερία της αδιαφορίας είναι και χαμηλός βαθμός ελευθερίας και καταναγκασμός, και η ταύτιση της έννοιας της συνετής καρτερίας με την έννοια της ανταρσίας δέν είναι θεμιτή. Μπορεί το δυναμικό της μιας να μην είναι πολύ διαφορετικό απο εκείνο της άλλης, αφού είναι δυνατό να στασιάζει κάποιος με την ίδια ένσταση που υπομένει. Οι έννοιες όμως δέν είναι ταυτόσημες.

Η αναγκαιότητα του παράλογου υποχωρεί μπροστά στην ιδέα της πνευματικής ελευθερίας: «Καθήκον των πνευματικών ανθρώπων», λέει ο Camus («Γράμματα σ' ένα φίλο γερμανό») «είναι να κρατηθούν στον αγώνα, να βοηθήσουν τον άνθρωπο ενάντια σε ό,τι τον καταπιέζει, να βοηθήσουν την ελευθερία του ενάντια στο μοιραίο που τον κυκλώνει».

Αυτός ο δεύτερος Camus είναι ο Camus του «Combats», των «Γραμμάτων σε ένα φίλο γερμανό», ο άνθρωπος που το 1957 εναντιώνεται στην αρχή της θανατικής ποινής, που διαχωρίζεται απο τον παραμορφωμένο νιτσεϊσμό («Ο επαναστατημένος άνθρωπος») ο οποίος θεωρεί την φυλή θεότητα -, απο τον φασισμό του Χίτλερ («Γράμματα...») τον κατασκευαστή υπερανθρώπων, που διαφορίζει τη θέση του απο τη ρωσική τρομοκρατία ή τη δικτατορία του σταλινισμού, απο κάθε καθεστώς που εξαίρει τον δήμιο με τον δήμιο ή τον δήμιο με τα θύματά του («Ο επαναστατημένος άνθρωπος»), απο τον ρατσισμό και τον φανατισμό.

Ο δεύτερος αυτός Camus είναι ο δίκαιος, ο ανθρωπιστής, που αρνιέται τον υπερκερασμό της δημιουργίας απο την παραγωγή, της αγάπης απο τη θεωρία, του ζωντανού πάθους απο τον υπολογισμό, του ελεύθερου και άμεσου διαλόγου απο τη σιωπή της σκλαβιάς («Ο επαναστατημένος άνθρωπος»). Αυτός ο Camus ο αισιόδοξος θεωρεί - όπως και ο Jaspers και ο Marcel, - αυτοί όμως οι δύο σε σχέση με την υπέρβαση - την αδελφικότητα ως πηγή απο την οποία ο άνθρωπος μπορεί να αντλήσει τη χαρά να ζήσει και να πεθάνει. Η αδελφικότητα, η κατανόηση, η διαθεσιμότητα υψώνονται ως αξίες στην «Πανούκλα», έργο γραμμένο την εποχή που ο Camus ήταν στην αντίσταση. Η τρυφερότητα είναι η ανθρώπινη ηθική που σπρώχνει τον γιατρό Rieux στη δράση, την «αγιωσύνη» που δίνει η εξυπηρέτηση των ανθρώπων, τον Rambert, τον ξένο, στην απόφαση να μείνει στη συφοριασμένη πόλη και να βοηθήσει. Η αδελφικότητα, αντιζυγίζεται με τη δημιουργική μοναξιά στο διήγημα «Ο Ιωνάς ή ο καλλιτέχνης στο έργο του» (απο το «Η εξορία και το βασίλειο»): «έρημος ή αλληλέγγυος».

Η αδελφικότητα μετατρέπει τους ανθρώπους απο συνενόχους, όπως τους θέλει ο Camus στο έργο η «Πτώση», σε συναγωνιζόμενους, όπως θα τους ήθελε ο Καζαντζάκης. Η ίδια κάνει τους ανθρώπους να λένε μαζί με τον ιερέα Paneloup της «Πανούκλας» όχι «εσείς» αλλά «εμείς». Μετατρέπει τη μοναχική ανταρσία του Σίσυφου σε συλλογική εξέγερση. Η φτωχή μα τρομερή αγάπη για τον άνθρωπο είναι το ειδητικό γνώρισμα του επαναστατημένου ανθρώπου. Ο επαναστατημένος είναι αυτός που αρνιέται την παρηγοριά της καταφυγής στη θεότητα και μοιράζεται τους αγώνες, το πικρό ψωμί της κοινής τύχης με τους άλλους. «Επαναστατώ», λέει ο Camus στο «Επανασταμένος άνθρωπος», «άρα υπάρχουμε».

Όπως εξ άλλου, η δίχως θεό «αγιωσύνη» είναι για τον Ταρρού, του έργου η «Πανούκλα», το μοναδικό συγκεκριμένο πρόβλημα του σύγχρονου ανθρώπου, η δίχως μεταφυσικό περιεχόμενο δικαιοσύνη των πιστών της γης είναι η εκλεκτή του Camus. «Εξακολουθώ να πιστεύω», λέει ο ίδιος στα «Γράμματα σε ένα φίλο γερμανό», οτι αυτός ο κόσμος δέν έχει ανώτερο νόημα. Αλλά ξέρω οτι μέσα μου κάτι έχει νόημα, κι αυτό είναι ο άνθρωπος, γιατι είναι η μόνη ύπαρξη που απαιτεί να έχει ο κόσμος νόημα. Αυτός ο κόσμος έχει τουλάχιστον την αλήθεια του ανθρώπου και χρέος μας είναι να δικαιώσουμε τον αγώνα του ενάντια στο ίδιο του το πεπρωμένο. Και δέν υπάρχει άλλη δικαίωση απο τον άνθρωπο, κι αυτόν πρέπει να σώσουμε αν θέλουμε να σώσουμε την ίδια την ιδέα που διαμορφώνουμε για τη ζωή... Τί σημαίνει να σώσουμε τον άνθρωπο;... σημαίνει να μήν τον ακρωτιαριάζουμε, και να του δίνουμε την ευκαιρία για δικαιοσύνη που αυτός μονάχα συλλαμβάνει».

Ο Camus αντιμετωπίζει το πρόβλημα της δικαιοσύνης συχνά αφηρημένα, μάλλον σαν καλλιτέχνης παρά σαν στοχαστής. Η έννοια της δικαιοσύνης γίνεται συγκεκριμένη όταν λογίζεται ως βίωμα που μπαίνει σε κίνδυνο, αν καταφρονεθούν οι δεσμοί του αίματος («Η παρεξήγηση»).

Στις 13 Δεκεμβρίου 1957 ο Camus δηλώνει στη Στοκχόλμη: «Καταδίκασα πάντα την τρομοκρατία. Οφείλω να καταδικάσω επίσης μια τρομοκρατία, που επικρατεί στους δρόμους του Αλγέρι, και που μια μέρα μπορεί να πλήξει τη μάνα και την οικογένειά μου. Πιστεύω στη δικαιοσύνη, αλλά θα υπερασπιστώ τη μάνα μου πριν απο τη δικαιοσύνη». Στους «Δίκαιους», έργο όπου κατακρίνεται η βία ακόμη και όταν νομιμοποιείται σαν επανάσταση, ο Kaliajev (πρόσωπο που επανέρχεται στον «Επαναστατημένο άνθρωπο»), ο ποιητής εραστής της ζωής, της ομορφιάς και της ευτυχίας, γίνεται επαναστάτης για την αγάπη της ζωής - κι αυτή είναι γι' αυτόν η ύψιστη δικαιοσύνη.

Η ζωή και ο στοχασμός του Camus συναντιώντια σε μια ίδια αρχή, την αρχή του σεβασμού της ζωής: ο φιλόσοφος καταδικάζει την αυτοκτονία, ο πολιτικός τον φόνο («Carnets») - απήχηση της θέσης αυτής είναι η εναντίωση του Ταρρού στην θανατική ποινή. Ο ίδιος ο Camus σημειώνει πως είναι ανίκανος να κάνει πολιτική, γιατι δέν μπορεί να θελήσει να δεχτεί τον θάνατο του αντιπάλου.

Ο σεβασμός της ζωής, ο οποίος εκφράζεται στο επίπεδο του ατόμου ως αντίσταση στο διαβρωτικό αίσθημα της ματαιότητας, ως γενναιόφρονη στάση απέναντι στο παράλογο, μετατρέπεται σε ηθική της ποιότητας, σε ιεράρχηση των αξιών («Ο επαναστατημένος άνθρωπος»).

Η αντίφαση δέν αίρεται, γίνεται όμως καλύτερα γνωστή, μετριάζεται εκεί όπου υπάρχουν ελεύθερες ψυχές, όπου το πράττειν παίρνει δικαιωματικά τη θέση του φαίνεσθαι και όπου η αληθινή ελευθερία ταυτίζεται με την εσωτερική υποταγή σε μια αξία. Στο έργο «Les Amandiers» (1940) ο Camus γράφει: «Ας γνωρίζουμε τι θέλουμε... ας μείνουμε με στέρεο πνεύμα... το πρώτιστο είναι να μήν απελπιζόμαστε. Είναι αλήθεια πως ζούμε σε μια τραγική εποχή. Πάρα πολλοί συγχέουν το τραγικό με την απελπισία». Την ίδια εποχή ο Camus προσθέτει: «Είναι άσκοπο να κλαις για το πνεύμα, αρκεί να εργαστείς γι' αυτό».

Την ίδια χρονιά στο «Γράμματα σ' ενα φίλο γερμανό» υποστηρίζει οτι ο ηρωισμός, όχι ο απροσανατόλιστος των γερμανών, αλλ' αυτός που κατευθύνεται απο το πνεύμα σώζει τον άνθρωπο.

Σεβασμός της ζωής είναι ο σεβασμός του ανθρώπου ως προσώπου. Στον πρόλογο του «Chroniques Algeriennes» (1939 - 1958) o Camus υποστηρίζει οτι το πρόσωπο απαξιώνεται εκεί όπου η βία αποκρίνεται στη βία. Στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» επιμένει να εναντιώνεται στα απολυταρχικά καθεστώτα, στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία όπου το πρόσωπο εκμηδενίζεται απο το παρόν με τις αβέβαιες υποσχέσεις μιας μελλοντικής ευδαιμονίας. Ο άνθρωπος προστατεύεται μόνο μέσα στο δημοκρατικό πολίτευμα, όταν βέβαια οι κυβερνήτες γνωρίζουν πως δέν γνωρίζουν τα πάντα, όταν θεμέλιο είναι η σύνεση και όχι ο δογματισμός, ο διάλογος και όχι η προπαγάνδα ή η πολεμική (που είναι ήδη μονολόγων), όταν γίνεται χρήση της εμπειρίας των πολλών. Ο Πλάτων είχε δίκαιο ενάντιο στο Μωυσή και τον Νίτσε, γράφει ο Camus στον «Επαναστατημένο άνθρωπο».

Μολονότι αναφέρθηκε ήδη στο έργο αυτό θα επιμείνω, για να συνοψίσω έτσι και τις βασικές θέσεις του δεύτερου Camus. Το πολιτικό αυτό δοκίμιο έχει ως αφετηρία, όπως «Ο μύθος του Σισύφου», την ιδέα της αυτοκτονίας και το παράλογο, αλλ αποτελεί μελέτη του μηδενισμού που ξεκινά απο τον Sade, τους δανδήδες του ρομαντισμού, τον Ιβάν Καραμαζώφ, τον Στίρνερ, τον Νίτσε και τους σουρρεαλιστές. Ο Camus αντιθέτει εδώ τη δημιουργική επανάσταση του δίκαιου πνεύματος στη μηδενιστική επανάσταση των ακραίων ιδεολογιών, των συστημάτων που δικαιολογούν τη χρήση του μαστίγιου, χρησιμοποιούν την επανάσταση ή εκλαϊκεύουν τις φιλοσοφίες σαν άλλοθι της τυραννίας.

Η ελευθερία που ζητά ο επαναστάτης Camus, η ελευθερία που δέν ταπεινώνει κανένα, είναι η ελευθερία που ζητά κάποιος για τον εαυτό του, δίχως να μειώνει την ελευθερία του άλλου. Είναι η ελευθερία που συνεργάζεται με τη δικαιοσύνη, νοημένη ως προσπάθεια περιορισμού της αδικίας, ως αγώνα για την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης κατάστασης, φροντίδα αριθμητικής μείωσης της δυστυχίας, ως καθάρια γλώσσα που αντιστέκεται στην αναγκαστική σιωπή, το προμελετημένο ψέμμα και το υπολογιστικό πνεύμα. «Η απόλυτη ελευθερία χλευάζει τη δικαιοσύνη. Η απόλυτη δικαιοσύνη αρνιέται την ελευθερία. Για να γίνουν γόνιμες οι δύο αυτές έννοιες πρέπει να βρουν το όριό τους η μια μέσα στην άλλη: κανένας δέν εκτιμά την ελεύθερη θέση του αν δέν είναι δίκαιη, ούτε μπορεί αυτή να είναι δίκαιη, αν δέν είναι ελεύθερη. Η ελευθερία δέν είναι κατανοητή, χωρίς τη δυνατότητα να εκφράσει κάποιος καθαρά το δίκαιο και το άδικο». Η ιδέα του σεβασμού της ζωής και η ιδέα της απόκρουσης της ακρότητας προσανατολίζουν τον Camus στη συσχέτιση των εννοιών ελευθερίας - δικαιοσύνης και αυτή η συσχέτιση φωτίζει και το περιεχόμενό τους, που, διαφορετικά, θα έμενε μετέωρο σε μια απλώς θεωρητική αντιμετώπιση.


Επανάσταση και ομορφιά - Ο ελληνικός κλήρος του Albert Camus


Η αυθεντική επανάσταση παραλληλίζεται απο τον Camus με την γνήσια τέχνη: όπως δέν είναι τέχνη η δημιουργία που εξαντλείται στην κριτική και στον σχολιασμό, τόσο δέν είναι εξέγερση η εξουσία που εδραιώνεται στην τρομοκρατία και την τυραννία. Η εξέγερση δέν μονοπωλεί τον πολιτισμό.

Ως δημιουργία είναι θεμελιακό πολιτιστικό στοιχείο. Επαναλαμβάνοντας τον Νίτσε ο Camus λέει: «Αντί για τον δικαστή και τον καταπιεστή ο δημιουργός». Η δημιουργία εδώ δέν νοείται ως παραγωγή - πράγμα που αποτελεί ακόμη το δράμα της εποχής μας - αλλά συνδέεται με την αξιοπρέπεια, όπως στην τέχνη η μορφή με την ουσία. Αξιοπρέπεια είναι ο συνδυασμός του συμφέροντος με την κρίση στην εργασία και το προϊόν της: «Θα ήταν άδικο και ουτοπιστικό να διευθύνει ο Σαίξπηρ την κοινωνία των τσαγκάρηδων, αλλά θα ήταν το ίδιο καταστροφικό να μπορεί η κοινωνία των τσαγκάρηδων να κάνει και χωρίς τον Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ χωρίς τον τσαγκάρη χρησιμεύει σαν άλλοθι στην τυραννία. Ο τσαγκάρης χωρίς τον Σαίξπηρ απορροφάται απο την τυραννία. Κάθε δημιουργία αρνιέται απο μόνη της τον κόσμο του αφέντη και του δόλου».

Η επιβεβαίωση της αξιοπρέπειας γίνεται για τον Camus με την ομορφιά της τέχνης. «Όλοι οι μεγάλοι μεταρρυθμιστές προσπαθούν να χτίσουν...

αυτό που ο Σαίξπηρ, ο Θερβάντες, ο Μολιέρος και ο Τολστόι μπόρεσαν να δημιουργήσουν· έναν κόσμο έτοιμο να χορτάσει... την πείνα για ελευθερία και αξιοπρέπεια που βρίσκεται στην καρδιά του ανθρώπου.

Η ομορφιά βέβαια δέν είναι επανάσταση, αλλ' έρχεται μια μέρα που οι επαναστάτες έχουν ανάγκη απ' αυτήν... Μπορούμε αιώνια να αρνιόμαστε την αδικία χωρίς να παύουμε να χαιρετάμε τη φύση του ανθρώπου και την ομορφιά του κόσμου; Ναι... Διατηρώντας την ομορφιά προετοιμάζουμε την ημέρα της αναγέννησης, όπου ο πολιτισμός θα βάλει στο κέντρο... αντί για τις τυπικές αρχές και τις ξεπερασμένες αξίες της ιστορίας, αυτή τη ζωντανή αρετή που στηρίζει την κοινή αξιοπρέπεια του ανθρώπου και του κόσμου...».

Εκείνο που δείχνει η χρήση της έννοιας της ομορφιάς σε σχέση με την επανάσταση είναι οτι για τον Camus το πραγματικό εδράζεται στο μέτρο, την ενότητα και όχι στον αποκλεισμό ή τις ακραίες θεωρήσεις. «Ούτε το πραγματικό είναι ολότελα λογικό ούτε το λογικό ολότελα πραγματικό», λέει ο Camus στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» διαχωρίζοντας έτσι τη θέση του απο τον εγελιανισμό. Ο νόμος του μέτρου ισχύει για όλον τον επαναστατημένο στοχασμό.

Απο την ίδια αυτή σκοπιά της ομορφιάς και του μέτρου ο Camus, ο συγγενής των υπαρξιακών στοχαστών, του ρεύματος εκείνου που ξέσπασε σαν αντίδραση στην υπερβολή της φιλοσοφίας των ιδεών και της φιλοσοφίας των πραγμάτων, παρουσιάζεται ως ενα πνεύμα ελληνικό.

Η Ελλάδα είναι για τον πνευματικά επαναστατημένο Camus ο τόπος του καθαρού φωτός, της καθαρής καρδιάς, των χεριών που κρατιούνται φιλικά, ο τόπος του μέτρου, της σύνθεσης στοχασμού και κοσμικής πραγματικότητας, της ομορφιάς, αξίας που αντέχει δύο χιλιάδες χρόνια τώρα («Carnets»).

Είναι η χώρα που μεταμορφώνει τη σκυθρωπότητα σε λυρισμό, την απελπισία σε αισθητική, την ομορφιά σε αξία. Η ελληνική προστατική της σαφήνειας, η θαρραλέα λογική, η μέθεξη στον κόσμο (στωική πίστη), το μεσογειακό τοπίο, το πάθος για τον ήλιο, τα πρόσωπα του μύθου (ο οποίος είναι «ο κόσμος», λέει ο Camus στα «Carmets», «όπου νιώθω πιο άνετα»). Όλα αυτά είναι ο ελληνικός κλήρος του στοχαστή κι αποτελούν γι' αυτόν τα σωτηριακά μέσα του σύγχρονου πολύπαθου κόσμου.

Η Ελλάδα του Camus είναι ο εκλεκτός τόπος όπου ανάβει με τους ιάμβους του Αισχύλου η Τραγωδία και όπου ένας Οιδίπους είναι σε θέση να διακηρύξει πως όλα «είναι καλά» («Μύθος Σισύφου», «Επαναστατημένος άνθρωπος»)[1].

[1] Βλ. και Ά. Κελεσίδου, Απο την αναγκαιότητα στην ελευθερία - Ο Albert Camus και το παράλογο, Αθήνα, ΟΔΕΒ 1972.


Πηγή: Άννα Κελεσίδου - Δ.φιλ., διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών.


*     *     *     *     *     *     *     *     *     *     *     *     *     *

. [από: http://www.gnomikologikon.gr/]


Η πνευματική ανταρσία και ο Albert Camus - Αλμπέρ Καμύ
... της Άννας Κελεσίδου - Δ.φιλ., διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Η αναγκαιότητα και η συνειδητοποίηση του παραλόγου.


«Όλα φαίνονται τόσο περίπλοκα, κι όμως όλα είναι τόσο απλά.
Αν είχα αποκτήσει τη σελήνη, αν ο έρωτας αρκούσε, όλα θα είχαν αλλάξει. Αλλά που να σβήσω αυτή τη δίψα;... Τίποτε στον κόσμο αυτό ούτε στον άλλο που να είναι στα μέτρα μου. Το αδύνατο. Το αναζήτησα στα πέρατα του κόσμου, στα σύνορα του εαυτού μου. Δέν επήρα τον δρόμο που έπρεπε, δέν καταλήγω σε τίποτε»!

Το απόσπασμα, απο την Δ' πράξη, σκήνη δέκατη τέταρτη, του θεατρικού έργου του Camus «Καλιγούλας», εκφράζει μια βασική ιδέα του φιλόσοφου - λογοτέχνη: τη βεβαιότητα για το ανώφελο του υπάρχειν.

Εδώ πρόκειται κυρίως για το ανέκκλητο της πραγματικότητας του θανάτου, που, όπως ο πόνος, η αρρώστια, η συντριβή, η συμφορά συνιστούν, για τον γάλλο στοχαστή, ποινές για την ενοχή του υπάρχειν.

Στο έργο η «Πανούκλα» ο συγγραφέας παρουσιάζει τον βασικό του ήρωα, τον γιατρό Rieux, να λέει, τη στιγμή ακριβώς που η θανατερή αρρώστια φαίνεται να έχει νικηθεί: «ο βάκιλλος της πανούκλας... και μια μέρα, για τη δυστυχία και τη γνώση του ανθρώπου, η πανούκλα θα ξυπνήσει τα ποντίκια της».

Οι τρόποι για να εξιχνιάσει η συνείδηση το πρόβλημα του μηδενός ή του παράλογου είναι παραδοσιακά τρεις: ο φιλοσοφικός - λογικός, ο θρησκευτικός - συναισθηματικός και ο ηθικο-πρακτικός. Οι τρόποι αυτοί συνοψίζονται με τις ακόλουθες έννοιες:

α) την κατηγορική προστακτική του λόγου που ταξιθετεί την κοσμική και ανθρώπινη αταξία. Παράδειγμα: ο Πλάτων, που δέν απελπίζεται για τη ζωή, αλλά τη θεωρεί δυνατότητα για τη διάνοιξη τριών σωτηριακών δρόμων, της ανάμνησης, της ερωτικής φρόνησης, της άσκησης της διαλεκτικής·

β) την ελπίδα στην πραγματικότητα μιας άλλης ζωής, που είναι καθήκον του ανθρώπου να την αναζητήσει. Ο άνθρωπος, ένας homo viator, όπως είναι, για παράδειγμα, στον Gabriel Marcel, εισδύει στο μυστήριο το Είναι, στην αρχή με την αγωνία, ύστερα με την ελπίδα, που δέν είναι απλώς ηθικό γεγονός, αλλά σύμφυτη με την εσωτερική οντική δομή του ανθρώπου·

γ) την πίστη, όπως έγινε, πχ, με τον Pascal, στην ύπαρξη μιας θεμελιακής, υπερβατικής πηγής, προς την οποία τείνει ο πεπερασμένος άνθρωπος και αυτοϋπερβαίνεται, σώζεται απο την απελπισία που γεννά μέσα του η βεβαιότητα πως η γνώση είναι ανέφικτη. Το κενό που γεννά η εγκοσμιότητα γεμίζει στον χριστιανικό, πχ στοχασμό του K. Jaspers, με την πίστη στη θεότητα μέσα σ' ένα αγώνα αγάπης·

δ) έσχατη λύση συνιστά η αυτοκτονία. Στον Schopenauer, πχ η φυγή απο το princi- pium individuationis είναι άρνηση της θέλησης, δηλαδή άρνηση της ζωής, η οποία είναι μόνο ενα επεισόδιο γεμάτο αγώνα και πλάνη, επεισόδιο που ταράζει τη γαλήνη του μηδενός.

Όλες αυτές τις λύσεις ο Camus τις θεωρεί παρακάμψεις του προβλήματος της αναγκαιότητας. «Το σημαντικό», λέει χαρακτηριστικά, «δέν είναι να γιατρευτείς, αλλά να ζεις με τις αρρώστιές σου» («Ο μύθος του Σισύφου»). Το παράλογο δέν καταλύεται ούτε εξηγείται, αφού είναι ό,τι δέν έχει νόημα, συνειδητοποιείται, κι αυτή η συνειδητοποίηση είναι συμβίωση με το παράλογο, όπως στην εικόνα της ορχιδέας που θρέφει το παράσιτο μανιτάρι και θρέφεται μ' αυτό.

Η γνώση αυτή δέν είναι ερμηνευτική, όπως η σωκρατική, ούτε συνυφαίνεται με ηθικά αξιώματα (ως γνώση, πχ της αμαρτίας)· είναι επακριβωτική («vivre c' est verifier»), και η ελευθερία που δίνει δέν είναι η μεταφυσική (η φιλοσοφία της ελευθερίας θα βρει, για την περίοδο που μας απασχολεί, την κορυφαία στιγμή της στον Berdiaeff, όπου θεωρείται θεμέλιο του όντος και συνδέεται με την αγάπη, τη δημιουργία, την έκσταση, τις στιγμές της πληρότητας κατα τις οποίες ο άνθρωπος συλλαμβάνει τη θεμελιακή συμφωνία ανάμεσα στους ανθρώπους και το Είναι). Η μόνη ελευθερία που ενδιαφέρει εδώ τον Camus είναι η ελευθερία της υπέρβασης του φόβου του θανάτου.


Η παράλογη ανταρσία


Albert Camus Ο Σίσυφος και το βάρος της Ζωής (gerasimos-politis.blogspot.com)
Ο άνθρωπος, που κατα τον A. Camus εφαρμόζει τη μοναδική γι' αυτόν θεμιτή λύση, να μή πολεμά ούτε να αποφεύγει το παράλογο, στασιάζει προσδεχόμενος με σύνεση την πραγματικότητα. Δέν πρόκειται εδώ για κοινωνικό στασιασμό, που ο ίδιος ο Camus - όπως λέγεται στο «ο επαναστατημένος άνθρωπος» - θεωρεί αντί-σταση, αντιμετώπιση μιας συνθήκης ζωής που επιβάλλεται, με σκοπό την ανατροπή της. Ο υπαρξιακός στασιασμός στην πρώτη αυτή φάση που εξετάζουμε, είναι συνώνυμος με την ιδέα μιας φωτισμένης απόφασης, τη βεβαιότητα πως το πρόβλημα δέν λύνεται ούτε όπως ο γόρδιος δεσμός ούτε με μια συγκεκριμένη ηθική λύση, παρά μόνο με την άρνηση της απελπισίας και την οξυδερκή κατάφαση του παράλογου. Ο Σίσυφος είναι ο καταδικασμένος αιώνια, αλλ' όχι συντριμμένος άνθρωπος, ο ελεύθερος πολιορκημένος. Δέν είναι ο κοινωνικός επαναστάτης, αφού μήτε με τους θεούς τα βάζει ούτε ν' αλλάξει πορεία επιχειρεί, γιατι γνωρίζει πως δέν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Ένας εργάτης δίχως κέρδος (δίχως; αφού φτιάχνει τουλάχιστον μυς!), όπως ο Σίσυρος, δέν είναι προμηθεικό πρόσωπο· είναι ο εφεκτικός άνθρωπος που γνωρίζει τη μοίρα του και δέν τη φοβάται.

Στον κοινωνικό τομέα είναι σαν εκείνον που γνωρίζει οτι δέν θα έχει αύξηση μισθού ούτε μπορεί να ελπίζει σε βελτίωση της εργασίας του κι όμως εξακολουθεί να εργάζεται αγόγγυστα - κι εδώ δέν πρόκειται για τη στωική έννοια του καθήκοντος -, να ζη, λέει ο Camus, με αυτό που ξέρει, να συμβιβάζεται μ' αυτό, δίχως ν' αφήσει να παρεμβαίνει τίποτε το αβέβαιο. Ο ίδιος, βέβαια, ο Camus αναγνωρίζει πως ο σύγχρονος εργάτης γίνεται τραγικός απο τη στιγμή που αποκτά συνείδηση, όπως ο εργάτης των θεών Σίσυφος. Γίνεται όμως στασιαστής; «Οι άφωνοι» («Η εξορία και το βασίλειο») είναι εργάτες που απήργησαν, απέτυχαν, ξαναγύρισαν στη δουλειά τους με κλεισμένο απο τον θυμό στόμα και δέν μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα τους, ενώ τα σφυριά βροντούν στο πολύβουο υπόστεγο όπου εργάζονται. Νοσταλγοί και αυτοί της αθωότητας, της άλλης μεριάς της θάλασσας, ούτε πεισμώνουν ούτε λυπούνται ούτε συγκινούνται εύκολα. Ο Μερσώ, στο μυθιστόρημα «Ο ξένος», είναι ο αδιάφορος, που δέχεται ό,τι συμβαίνει, δίχως να κρίνει ή να χρωματίζει με νόημα τίποτε.

Η αδιαφορία ταυτίζεται στον Camus με τη λιθοποίηση. Η έννοια δίνεται με την εικόνα της σισύφειας προσπάθειας. Ο αδιάφορος έχει ισοπεδώσει τις αξίες, λιθοποιήσει στο δεδομένο. Σαν την πέτρα, δέν διαβρώνεται εσωτερικά, αλλά εξωτερικά. Όπως ο ασθενής που προσαρμόζεται στην αρρώστια του, όπως ο οξυδερκής αλλ' άφωνος εργάτης, ο Σίσυφος εξαντλείται στην προσπάθειά κρατώντας αδιάβρωτη την ψυχή του.

Για τον επαναστάτη όμως, που απο ανάγκη υποστασιακή πρέπει να κάνει το άλμα, παρ' όλη τη γνώση πως η φωτιά θα γίνει στάχτη κι όλα θα μείνουν ανάλλαχτα μετά τη θυσία, η ελευθερία της αδιαφορίας είναι και χαμηλός βαθμός ελευθερίας και καταναγκασμός, και η ταύτιση της έννοιας της συνετής καρτερίας με την έννοια της ανταρσίας δέν είναι θεμιτή. Μπορεί το δυναμικό της μιας να μην είναι πολύ διαφορετικό απο εκείνο της άλλης, αφού είναι δυνατό να στασιάζει κάποιος με την ίδια ένσταση που υπομένει. Οι έννοιες όμως δέν είναι ταυτόσημες.

Η αναγκαιότητα του παράλογου υποχωρεί μπροστά στην ιδέα της πνευματικής ελευθερίας: «Καθήκον των πνευματικών ανθρώπων», λέει ο Camus («Γράμματα σ' ένα φίλο γερμανό») «είναι να κρατηθούν στον αγώνα, να βοηθήσουν τον άνθρωπο ενάντια σε ό,τι τον καταπιέζει, να βοηθήσουν την ελευθερία του ενάντια στο μοιραίο που τον κυκλώνει».

Αυτός ο δεύτερος Camus είναι ο Camus του «Combats», των «Γραμμάτων σε ένα φίλο γερμανό», ο άνθρωπος που το 1957 εναντιώνεται στην αρχή της θανατικής ποινής, που διαχωρίζεται απο τον παραμορφωμένο νιτσεϊσμό («Ο επαναστατημένος άνθρωπος») ο οποίος θεωρεί την φυλή θεότητα -, απο τον φασισμό του Χίτλερ («Γράμματα...») τον κατασκευαστή υπερανθρώπων, που διαφορίζει τη θέση του απο τη ρωσική τρομοκρατία ή τη δικτατορία του σταλινισμού, απο κάθε καθεστώς που εξαίρει τον δήμιο με τον δήμιο ή τον δήμιο με τα θύματά του («Ο επαναστατημένος άνθρωπος»), απο τον ρατσισμό και τον φανατισμό.

Ο δεύτερος αυτός Camus είναι ο δίκαιος, ο ανθρωπιστής, που αρνιέται τον υπερκερασμό της δημιουργίας απο την παραγωγή, της αγάπης απο τη θεωρία, του ζωντανού πάθους απο τον υπολογισμό, του ελεύθερου και άμεσου διαλόγου απο τη σιωπή της σκλαβιάς («Ο επαναστατημένος άνθρωπος»). Αυτός ο Camus ο αισιόδοξος θεωρεί - όπως και ο Jaspers και ο Marcel, - αυτοί όμως οι δύο σε σχέση με την υπέρβαση - την αδελφικότητα ως πηγή απο την οποία ο άνθρωπος μπορεί να αντλήσει τη χαρά να ζήσει και να πεθάνει. Η αδελφικότητα, η κατανόηση, η διαθεσιμότητα υψώνονται ως αξίες στην «Πανούκλα», έργο γραμμένο την εποχή που ο Camus ήταν στην αντίσταση. Η τρυφερότητα είναι η ανθρώπινη ηθική που σπρώχνει τον γιατρό Rieux στη δράση, την «αγιωσύνη» που δίνει η εξυπηρέτηση των ανθρώπων, τον Rambert, τον ξένο, στην απόφαση να μείνει στη συφοριασμένη πόλη και να βοηθήσει. Η αδελφικότητα, αντιζυγίζεται με τη δημιουργική μοναξιά στο διήγημα «Ο Ιωνάς ή ο καλλιτέχνης στο έργο του» (απο το «Η εξορία και το βασίλειο»): «έρημος ή αλληλέγγυος».

Η αδελφικότητα μετατρέπει τους ανθρώπους απο συνενόχους, όπως τους θέλει ο Camus στο έργο η «Πτώση», σε συναγωνιζόμενους, όπως θα τους ήθελε ο Καζαντζάκης. Η ίδια κάνει τους ανθρώπους να λένε μαζί με τον ιερέα Paneloup της «Πανούκλας» όχι «εσείς» αλλά «εμείς». Μετατρέπει τη μοναχική ανταρσία του Σίσυφου σε συλλογική εξέγερση. Η φτωχή μα τρομερή αγάπη για τον άνθρωπο είναι το ειδητικό γνώρισμα του επαναστατημένου ανθρώπου. Ο επαναστατημένος είναι αυτός που αρνιέται την παρηγοριά της καταφυγής στη θεότητα και μοιράζεται τους αγώνες, το πικρό ψωμί της κοινής τύχης με τους άλλους. «Επαναστατώ», λέει ο Camus στο «Επανασταμένος άνθρωπος», «άρα υπάρχουμε».

Όπως εξ άλλου, η δίχως θεό «αγιωσύνη» είναι για τον Ταρρού, του έργου η «Πανούκλα», το μοναδικό συγκεκριμένο πρόβλημα του σύγχρονου ανθρώπου, η δίχως μεταφυσικό περιεχόμενο δικαιοσύνη των πιστών της γης είναι η εκλεκτή του Camus. «Εξακολουθώ να πιστεύω», λέει ο ίδιος στα «Γράμματα σε ένα φίλο γερμανό», οτι αυτός ο κόσμος δέν έχει ανώτερο νόημα. Αλλά ξέρω οτι μέσα μου κάτι έχει νόημα, κι αυτό είναι ο άνθρωπος, γιατι είναι η μόνη ύπαρξη που απαιτεί να έχει ο κόσμος νόημα. Αυτός ο κόσμος έχει τουλάχιστον την αλήθεια του ανθρώπου και χρέος μας είναι να δικαιώσουμε τον αγώνα του ενάντια στο ίδιο του το πεπρωμένο. Και δέν υπάρχει άλλη δικαίωση απο τον άνθρωπο, κι αυτόν πρέπει να σώσουμε αν θέλουμε να σώσουμε την ίδια την ιδέα που διαμορφώνουμε για τη ζωή... Τί σημαίνει να σώσουμε τον άνθρωπο;... σημαίνει να μήν τον ακρωτιαριάζουμε, και να του δίνουμε την ευκαιρία για δικαιοσύνη που αυτός μονάχα συλλαμβάνει».

Ο Camus αντιμετωπίζει το πρόβλημα της δικαιοσύνης συχνά αφηρημένα, μάλλον σαν καλλιτέχνης παρά σαν στοχαστής. Η έννοια της δικαιοσύνης γίνεται συγκεκριμένη όταν λογίζεται ως βίωμα που μπαίνει σε κίνδυνο, αν καταφρονεθούν οι δεσμοί του αίματος («Η παρεξήγηση»).

Στις 13 Δεκεμβρίου 1957 ο Camus δηλώνει στη Στοκχόλμη: «Καταδίκασα πάντα την τρομοκρατία. Οφείλω να καταδικάσω επίσης μια τρομοκρατία, που επικρατεί στους δρόμους του Αλγέρι, και που μια μέρα μπορεί να πλήξει τη μάνα και την οικογένειά μου. Πιστεύω στη δικαιοσύνη, αλλά θα υπερασπιστώ τη μάνα μου πριν απο τη δικαιοσύνη». Στους «Δίκαιους», έργο όπου κατακρίνεται η βία ακόμη και όταν νομιμοποιείται σαν επανάσταση, ο Kaliajev (πρόσωπο που επανέρχεται στον «Επαναστατημένο άνθρωπο»), ο ποιητής εραστής της ζωής, της ομορφιάς και της ευτυχίας, γίνεται επαναστάτης για την αγάπη της ζωής - κι αυτή είναι γι' αυτόν η ύψιστη δικαιοσύνη.

Η ζωή και ο στοχασμός του Camus συναντιώντια σε μια ίδια αρχή, την αρχή του σεβασμού της ζωής: ο φιλόσοφος καταδικάζει την αυτοκτονία, ο πολιτικός τον φόνο («Carnets») - απήχηση της θέσης αυτής είναι η εναντίωση του Ταρρού στην θανατική ποινή. Ο ίδιος ο Camus σημειώνει πως είναι ανίκανος να κάνει πολιτική, γιατι δέν μπορεί να θελήσει να δεχτεί τον θάνατο του αντιπάλου.

Ο σεβασμός της ζωής, ο οποίος εκφράζεται στο επίπεδο του ατόμου ως αντίσταση στο διαβρωτικό αίσθημα της ματαιότητας, ως γενναιόφρονη στάση απέναντι στο παράλογο, μετατρέπεται σε ηθική της ποιότητας, σε ιεράρχηση των αξιών («Ο επαναστατημένος άνθρωπος»).

Η αντίφαση δέν αίρεται, γίνεται όμως καλύτερα γνωστή, μετριάζεται εκεί όπου υπάρχουν ελεύθερες ψυχές, όπου το πράττειν παίρνει δικαιωματικά τη θέση του φαίνεσθαι και όπου η αληθινή ελευθερία ταυτίζεται με την εσωτερική υποταγή σε μια αξία. Στο έργο «Les Amandiers» (1940) ο Camus γράφει: «Ας γνωρίζουμε τι θέλουμε... ας μείνουμε με στέρεο πνεύμα... το πρώτιστο είναι να μήν απελπιζόμαστε. Είναι αλήθεια πως ζούμε σε μια τραγική εποχή. Πάρα πολλοί συγχέουν το τραγικό με την απελπισία». Την ίδια εποχή ο Camus προσθέτει: «Είναι άσκοπο να κλαις για το πνεύμα, αρκεί να εργαστείς γι' αυτό».

Την ίδια χρονιά στο «Γράμματα σ' ενα φίλο γερμανό» υποστηρίζει οτι ο ηρωισμός, όχι ο απροσανατόλιστος των γερμανών, αλλ' αυτός που κατευθύνεται απο το πνεύμα σώζει τον άνθρωπο.

Σεβασμός της ζωής είναι ο σεβασμός του ανθρώπου ως προσώπου. Στον πρόλογο του «Chroniques Algeriennes» (1939 - 1958) o Camus υποστηρίζει οτι το πρόσωπο απαξιώνεται εκεί όπου η βία αποκρίνεται στη βία. Στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» επιμένει να εναντιώνεται στα απολυταρχικά καθεστώτα, στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία όπου το πρόσωπο εκμηδενίζεται απο το παρόν με τις αβέβαιες υποσχέσεις μιας μελλοντικής ευδαιμονίας. Ο άνθρωπος προστατεύεται μόνο μέσα στο δημοκρατικό πολίτευμα, όταν βέβαια οι κυβερνήτες γνωρίζουν πως δέν γνωρίζουν τα πάντα, όταν θεμέλιο είναι η σύνεση και όχι ο δογματισμός, ο διάλογος και όχι η προπαγάνδα ή η πολεμική (που είναι ήδη μονολόγων), όταν γίνεται χρήση της εμπειρίας των πολλών. Ο Πλάτων είχε δίκαιο ενάντιο στο Μωυσή και τον Νίτσε, γράφει ο Camus στον «Επαναστατημένο άνθρωπο».

Μολονότι αναφέρθηκε ήδη στο έργο αυτό θα επιμείνω, για να συνοψίσω έτσι και τις βασικές θέσεις του δεύτερου Camus. Το πολιτικό αυτό δοκίμιο έχει ως αφετηρία, όπως «Ο μύθος του Σισύφου», την ιδέα της αυτοκτονίας και το παράλογο, αλλ αποτελεί μελέτη του μηδενισμού που ξεκινά απο τον Sade, τους δανδήδες του ρομαντισμού, τον Ιβάν Καραμαζώφ, τον Στίρνερ, τον Νίτσε και τους σουρρεαλιστές. Ο Camus αντιθέτει εδώ τη δημιουργική επανάσταση του δίκαιου πνεύματος στη μηδενιστική επανάσταση των ακραίων ιδεολογιών, των συστημάτων που δικαιολογούν τη χρήση του μαστίγιου, χρησιμοποιούν την επανάσταση ή εκλαϊκεύουν τις φιλοσοφίες σαν άλλοθι της τυραννίας.

Η ελευθερία που ζητά ο επαναστάτης Camus, η ελευθερία που δέν ταπεινώνει κανένα, είναι η ελευθερία που ζητά κάποιος για τον εαυτό του, δίχως να μειώνει την ελευθερία του άλλου. Είναι η ελευθερία που συνεργάζεται με τη δικαιοσύνη, νοημένη ως προσπάθεια περιορισμού της αδικίας, ως αγώνα για την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης κατάστασης, φροντίδα αριθμητικής μείωσης της δυστυχίας, ως καθάρια γλώσσα που αντιστέκεται στην αναγκαστική σιωπή, το προμελετημένο ψέμμα και το υπολογιστικό πνεύμα. «Η απόλυτη ελευθερία χλευάζει τη δικαιοσύνη. Η απόλυτη δικαιοσύνη αρνιέται την ελευθερία. Για να γίνουν γόνιμες οι δύο αυτές έννοιες πρέπει να βρουν το όριό τους η μια μέσα στην άλλη: κανένας δέν εκτιμά την ελεύθερη θέση του αν δέν είναι δίκαιη, ούτε μπορεί αυτή να είναι δίκαιη, αν δέν είναι ελεύθερη. Η ελευθερία δέν είναι κατανοητή, χωρίς τη δυνατότητα να εκφράσει κάποιος καθαρά το δίκαιο και το άδικο». Η ιδέα του σεβασμού της ζωής και η ιδέα της απόκρουσης της ακρότητας προσανατολίζουν τον Camus στη συσχέτιση των εννοιών ελευθερίας - δικαιοσύνης και αυτή η συσχέτιση φωτίζει και το περιεχόμενό τους, που, διαφορετικά, θα έμενε μετέωρο σε μια απλώς θεωρητική αντιμετώπιση.


Επανάσταση και ομορφιά - Ο ελληνικός κλήρος του Albert Camus


Η αυθεντική επανάσταση παραλληλίζεται απο τον Camus με την γνήσια τέχνη: όπως δέν είναι τέχνη η δημιουργία που εξαντλείται στην κριτική και στον σχολιασμό, τόσο δέν είναι εξέγερση η εξουσία που εδραιώνεται στην τρομοκρατία και την τυραννία. Η εξέγερση δέν μονοπωλεί τον πολιτισμό.

Ως δημιουργία είναι θεμελιακό πολιτιστικό στοιχείο. Επαναλαμβάνοντας τον Νίτσε ο Camus λέει: «Αντί για τον δικαστή και τον καταπιεστή ο δημιουργός». Η δημιουργία εδώ δέν νοείται ως παραγωγή - πράγμα που αποτελεί ακόμη το δράμα της εποχής μας - αλλά συνδέεται με την αξιοπρέπεια, όπως στην τέχνη η μορφή με την ουσία. Αξιοπρέπεια είναι ο συνδυασμός του συμφέροντος με την κρίση στην εργασία και το προϊόν της: «Θα ήταν άδικο και ουτοπιστικό να διευθύνει ο Σαίξπηρ την κοινωνία των τσαγκάρηδων, αλλά θα ήταν το ίδιο καταστροφικό να μπορεί η κοινωνία των τσαγκάρηδων να κάνει και χωρίς τον Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ χωρίς τον τσαγκάρη χρησιμεύει σαν άλλοθι στην τυραννία. Ο τσαγκάρης χωρίς τον Σαίξπηρ απορροφάται απο την τυραννία. Κάθε δημιουργία αρνιέται απο μόνη της τον κόσμο του αφέντη και του δόλου».

Η επιβεβαίωση της αξιοπρέπειας γίνεται για τον Camus με την ομορφιά της τέχνης. «Όλοι οι μεγάλοι μεταρρυθμιστές προσπαθούν να χτίσουν...

αυτό που ο Σαίξπηρ, ο Θερβάντες, ο Μολιέρος και ο Τολστόι μπόρεσαν να δημιουργήσουν· έναν κόσμο έτοιμο να χορτάσει... την πείνα για ελευθερία και αξιοπρέπεια που βρίσκεται στην καρδιά του ανθρώπου.

Η ομορφιά βέβαια δέν είναι επανάσταση, αλλ' έρχεται μια μέρα που οι επαναστάτες έχουν ανάγκη απ' αυτήν... Μπορούμε αιώνια να αρνιόμαστε την αδικία χωρίς να παύουμε να χαιρετάμε τη φύση του ανθρώπου και την ομορφιά του κόσμου; Ναι... Διατηρώντας την ομορφιά προετοιμάζουμε την ημέρα της αναγέννησης, όπου ο πολιτισμός θα βάλει στο κέντρο... αντί για τις τυπικές αρχές και τις ξεπερασμένες αξίες της ιστορίας, αυτή τη ζωντανή αρετή που στηρίζει την κοινή αξιοπρέπεια του ανθρώπου και του κόσμου...».

Εκείνο που δείχνει η χρήση της έννοιας της ομορφιάς σε σχέση με την επανάσταση είναι οτι για τον Camus το πραγματικό εδράζεται στο μέτρο, την ενότητα και όχι στον αποκλεισμό ή τις ακραίες θεωρήσεις. «Ούτε το πραγματικό είναι ολότελα λογικό ούτε το λογικό ολότελα πραγματικό», λέει ο Camus στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» διαχωρίζοντας έτσι τη θέση του απο τον εγελιανισμό. Ο νόμος του μέτρου ισχύει για όλον τον επαναστατημένο στοχασμό.

Απο την ίδια αυτή σκοπιά της ομορφιάς και του μέτρου ο Camus, ο συγγενής των υπαρξιακών στοχαστών, του ρεύματος εκείνου που ξέσπασε σαν αντίδραση στην υπερβολή της φιλοσοφίας των ιδεών και της φιλοσοφίας των πραγμάτων, παρουσιάζεται ως ενα πνεύμα ελληνικό.

Η Ελλάδα είναι για τον πνευματικά επαναστατημένο Camus ο τόπος του καθαρού φωτός, της καθαρής καρδιάς, των χεριών που κρατιούνται φιλικά, ο τόπος του μέτρου, της σύνθεσης στοχασμού και κοσμικής πραγματικότητας, της ομορφιάς, αξίας που αντέχει δύο χιλιάδες χρόνια τώρα («Carnets»).

Είναι η χώρα που μεταμορφώνει τη σκυθρωπότητα σε λυρισμό, την απελπισία σε αισθητική, την ομορφιά σε αξία. Η ελληνική προστατική της σαφήνειας, η θαρραλέα λογική, η μέθεξη στον κόσμο (στωική πίστη), το μεσογειακό τοπίο, το πάθος για τον ήλιο, τα πρόσωπα του μύθου (ο οποίος είναι «ο κόσμος», λέει ο Camus στα «Carmets», «όπου νιώθω πιο άνετα»). Όλα αυτά είναι ο ελληνικός κλήρος του στοχαστή κι αποτελούν γι' αυτόν τα σωτηριακά μέσα του σύγχρονου πολύπαθου κόσμου.

Η Ελλάδα του Camus είναι ο εκλεκτός τόπος όπου ανάβει με τους ιάμβους του Αισχύλου η Τραγωδία και όπου ένας Οιδίπους είναι σε θέση να διακηρύξει πως όλα «είναι καλά» («Μύθος Σισύφου», «Επαναστατημένος άνθρωπος»)[1].

[1] Βλ. και Ά. Κελεσίδου, Απο την αναγκαιότητα στην ελευθερία - Ο Albert Camus και το παράλογο, Αθήνα, ΟΔΕΒ 1972.


Πηγή: Άννα Κελεσίδου - Δ.φιλ., διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών.


*     *     *     *     *     *     *     *     *     *     *     *     *     *

. [από: http://www.gnomikologikon.gr/]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου