Πρόοδος είναι ή κίνηση με κανονικό ρυθμό άπό μιά κατάσταση πρός μιά αλλη πού ύπερέχει Από τήν προηγούμενη. Αν πρόκειται για άρρυθμη και ακανόνιστη κίνηση, δεν μπορούμε νά μιλάμε γιά πρόοδο, αλλά γιά άπλή μεταβολή. Αν πάλι ή κίνηση δέν κατευθυνεται πρός κάτι τό ύπερέχον, άλλά πρός κάτι πού τοποθετείται σέ κατώτερο άπό την αφετηρία της σημείο, δέν πρόκειται γιά πρόοδο, άλλά γιά όπισθοδρόμηση.
Άπό τά παραπάνω βγαίνει, οτι μέσα στην έννοια της προόδου πρέπει νά ένυπάρχη απαραίτητα τό στοιχείο τής κατευθύνσεως. Αν δέν εχη καθορισθή ποιό είναι τό ύπερέχον, άν δεν έχη γίνει, με άλλα λόγια, παραδεκτή σάν ανώτερη ή κατάσταση πρός τήν όποία στρέφεται ή κίνηση, είναι αδύνατο να χαρακτηρίσουμε τήν τροχιά της σάν πρόοδο.
Στά μαθηματικά, οπου έχουμε νά κάνουμε μέ ποσότητες, ό καθορισμός τής έννοιας τής προόδου είναι άπλός. Έκει τό Ανώτερο ταυτίζεται μέ τό περισσότερο, τό μεγαλύτερο ποσοτικά, καί συνεπώς πρόοδος είναι ή αύξηση μέ ρυθμό προσθετικό (Αριθμητική πρόοδος) η πολλαπλασιαστικό (γεωμετρική πρόοδος).
Στήν κοινωνία, ομως, ό χαρακτηρισμός μιας σειράς καταστάσεων ή γεγονότων σάν προόδου ή όπισθοδρομήσεως είναι αμφισβητούμενος, διότι αμφισβητούμενος είναι καί ό προσδιορισμός του ιστορικά ανώτερου. Τό ιστορικά ανώτερο προσδιορίζεται ανάλογα μέ τήν σκοπιά θεωρήσεως έκείνων πού τό προσδιορίζουν. Καί οί σκοπιές αυτές όχι μόνο δέν συμπίπτουν, αλλα πολύ συχνά βρίσκονται σέ σημεία έκ διαμέτρου Αντίθετα.
Ας έξετάσουμε τούς δύο βασικούς τρόπους θεωρήσεως τής ζωής καί του Κόσμου: τόν ύλιστικό καί τόν Ιδεαλιστικό. Αν ή Ιδεολογική σκοπιά είναι υλιστική, τό ιστορικά άνώτερο είναι ή αύξηση τών μέσων διαβιώσεως του ύλικοϋ οντος — δηλαδή του θηλαστικού ζώου — άνθρωπος καί συνεπώς ή πρόοδος ταυτίζεται μ£ τήν «τεχνολογική» καί «οικονομική πρόοδο». Αυτή ή «τεχνολογική» και «οικονομική πρόοδος» πρέπει νά άναφέρεται στά ύλιστικά σχήματα καί «μεγέθη» πού παραδέχεται ό (πάντοτε έξουσιαστικός) υλισμός. Και τέτοια, ώς γνωστόν, είναι ή λογοκρατική κοινωνία καί τό Κράτος, τά όποια οτηρίζονται στήν άρχή τής έξυπηρετήσεως τών ύλικών συμφερόντων τών μελών τους. Επομένως γιά τόν ύλισμό — γιά νά μιλάμε και πάλι μέ βάση τήν διεθνή πραγματικότητα τής έποχής μας: γιά τόν Αστοκατοκαπιταλομαρξισιμό — πρόοδος είναι ή έρρυθμη άνάπτυξη (κατ’ άνάγκην οίκονομική καί όργανωτική) τών όλοτήτων Κράτος καί λογοκρατική κοινωνία. Ό ρυθμός προόδου είναι άνάλογος πρός τόν ρυθμό μέ τόν όποιο άφ' ένός ισχυροποιείται ή ύλική δύναμη τής έξουσίας και άφ' έτέρου αύξάνονται τά ύλικά μέσα τής κοινωνίας. Αν λοιπόν κάποιο Κράτος παρουσιάζη όργανωτική, οίκονομική καί έδαφική άνάπτυξη καί αν τά ύλικά άγαθά πού άποκτουν τά μέλη τής κοινωνίας του (κατά κεφαλήν εισόδημα, βιομηχανική — γεωργική παραγωγή, άριθμός αυτοκινήτων καί συσκευών τηλεοράσεως κλπ.) αύξάνωνται άρρυθμα, τότε, άπό ύλιστική ιδεολογική καί Ιστορική σκοπιά, στό Κράτος αύτό «σημειώνεται πρόοδος».
Αν ή ιδεολογική σκοπιά είναι Ιδεαλιστική, τό Ιστορικά άνώτερο είναι ή ανύψωση καί τελειοποίηση του ήθικου —ίδεαλιστικοϋ όντος άνθρωπος, καί συνεπώς ή πρόοδος ταυτίζεται μέ τήν πρόοδο τού ήθικοπνευματικου πολιτισμού, δηλαδή μέ τόν βαθμό πού βρίσκουν έκφραση ή ελευθερία καί οί ιδέες τής άλήθειας, δικαιοσύνης κλπ. Αυτή ή ήθικοπνευματική πρόοδος πρέπει νά άναφέρεται στίς όντότητες πού παραδέχεται ό Ιδεαλισμός. Καί τέτοιες είναι τό άτομο, τό έθνος σάν πολιτιστική όντότητα καί ή άνθρωπότητα σάν σύνολο —δημιούργημα του Κοσμογονικου Νόμου. Αν τά Κράτη καί οί κοινωνίες δεν ύπόκεινται καί δέν προάγουν τό τετράπτυχο άνθρωπότητα - Εθνος - πνευματικός πολιτισμός - Ιδεαλιστικό δν άνθρωπος — δπως συμβαίνει μέ όλα τά Κράτη καί τις λογοκρατικές κοινωνίες του σύγχρονου άστοκαπιταλομαρξιστικου Κόσμου— δέν έχουν λόγον ύπάρξεως και απορρίπτονται άπό τον ιδεαλισμό ώς εμπόδια στην ιστορική πρόοδο. 'Ωσαύτως τό θηλαστικό ζώο άνθρωπος δέν ενδιαφέρει ιστορικά.
Επομένως γιά τον ιδεαλισμό ιστορική πρόοδος είναι ή έρρυθμη άνάπτυξη, τελειοποίηση καί ποιοτική άνοδος τής άνθρωπότητας, τής ιδέας Εθνος, του πνευματικού πολιτισμού’ καί τής ήθικο-πνευματικής συνειδήσεως (μ’ άλλα λόγια, τής ηθικής Ελευθερώσεως) του ατόμου. Πρόκειται γιά ποιοτική καί όχι ποσοτική πρόοδο. Γι' αυτό ή κίνηση τής ιστορικής προόδου από την σκοπιά του ιδεαλισμού θά ήταν άδύνατο νά καθορισθή άριθμητικά καί στατιστικά. Οί ποιοτικές όντότητες όπως ή άλήθεια, τό εθνος, ό ήθικοπνευματικός πολιτισμός, ή δικαιοσύνη και ή ήθική ελευθέρωση του άτόμου σέ καμμιά περίπτωση δέν μπορούν νά άποδοθούν μέ ποσοτικά μεγέθη. Αντίθετα, ή πρόοδος σέ επίπεδο συνειδήσεως του άτόμου, σέ έπίπεδο έθνους και σέ οικουμενικό επίπεδο, μπορεί νά άντικατοπτρισθή σέ ατομικά ή εθνικά ή παναθρώπινης σημασίας έργα καί πράξεις ήθικου και πνευματικού χαρακτήρα, όπως είναι ό ήρωϊσμός στον χώρο τών ιδεών, τών άξιών καί του πνεύματος, ό διάλογος του άνθρώπου μέ τή Φύση, ή τηροσπέλαση τής Επιστήμης στήν άλήθεια, ή κατίσχυση τής δικαιοσύνης καί τής άξιοκρατίας, ή ύπεράσπιση καί ανύψωση τής «στάθμης» τής ήθικής ελευθερίας, ή ύπεράσπιση καί άνύψωση τής ιδέας έθνος έν άμύνη καί είρήνη, ή προαγωγή καί άνάπτυξη του πνευματικού πολιτισμού, ή εξασφάλιση τής ήθικής ευδαιμονίας τού ανθρώπου καί γενικά ό άγώνας γιά τόν θρίαμβο ιδανικών πού δέν είναι υλιστικά. Αν τά ήθικά αύτά έπιτεύγματα καταξιώνωνται σάν άθλοι άλλά καί σάν υποδείγματα, άρχές καί σκοποί τής άνθρωπότητας, δημιουργείται τό κριτήριο γιά τόν προσδιορισμό τής ιστορικής προόδου άπό ίδεαλιστική σκοπιά, κριτήριο πού σέ κάθε περίπτωση δέν είναι ποσοτικό.
Από τήν παραπάνω άντιπαράβεση τής ύλιστικής μέ την ιδεαλιστική έννοια τής προόδου καταφαίνεται σχεδόν πλήρης άντίθεση στον τρόπο μέ τόν όποιο τήν άντιλαμβάνεται κάθε μιά άπό τίς δύο αύτές τάσεις. Η πρώτη καθορίζει σάν σκοπό καί κατεύθυνση τής κινήσεως τής άνθρωπότητας τήν εξασφάλιση τής επιβιώσεως ένός είδους τού ζωϊκού βασιλείου, ενώ ή δεύτερη τείνει την ποιοτική βελτίωσή καί άνοδο αύτοΰ τού είδους. Ή πρώτη άποκτά έτσι στατικό καί αμυντικό χαρακτήρα, ενώ ή δεύτερη γίνεται δυναμική καί επιθετική. Στήν πραγματικότητα ή υλιστική κοομοθεωρία δέν παραδέχεται τήν έννοια τής προόδου, διότι καθώς περιορίζεται στήν άντίληψη ότι ή πρόοδος ταυτίζεται μέ τήν επιδίωξη τής ύλικής επιδιώσεως έστω μέσα σέ συνεχώς «καλύτερες» συνθήκες— του άνθρώπσυ, αύτονόητα άρνεϊται την δυνατότητα τής άνυψώσεώς του σέ άνώτερο, έπίπεδο. Ή τεχνολογική πρόοδος γιά τον ύλισμό δεν εχει τήν ήθική έννοια τής συμπορεύσεως του άνθρώπου με τη Φύση —όπως τή θεωρεί ό ιδεαλισμός — άλλά άποτελεσματικώτερης έξασφαλίσεως των ύλικών άναγκών τής ζωής, έστω κί αν τούτο σημαίνη πλήρη σύγκρουση με τή Φύση.
Ή άστακαπιταλομαρξιστική «έκδοση» του υλισμου προχωρεί άκώμη πιό έπικίνδυνα στον κατήφορο τής άρνήσεως τής δυνατότητας ποιοτικής πρόοδου ή βελτιώσεως του άνθρώπου σάν άτόμου καί σαν συνόλου. Ή άντίληψή της περί «κοινωνικής προόδου» μεταφράζεται στήν πράξη σέ συνεχή ένίσχυση του υλιστικολύ σχήματος έξουσία, σέ βαθμό πού τό άτομο όχι μόνο νά μήν προάγεται σάν αύτοδύναμη συνείδηση, άλλ’ άντίθετα νά ύποβιβάζεται όλοένα καί πιο πολύ στήν κατάσταση του έξουδετερωμένου μέλους μιάς άγέλης. Καί ή ταύτιση τής προόδου μέ τήν αύξηση των ύλικών μέσων σημαίνει ύποδούλωση και άποβλάκωση του άτόμου. Ό σημερινός «μαζάνθρωπος» καί ό «καταναλωτικός άνθρωπος», αυτά τά θλιβερά δημιουργήματα τής τεχνολογικής προόδου καί γενικά τής έξουσιαστικής ιστορικής κατευθύνσεως του αστοκαπιταλομαρξισμοΰ, πού στερούνται οίουδήποτε ιδανικού, άποτελουν ζωντανές όσο καί τραγικές άποδείξεις οτι ή υλιστική ποόοδος δέν είναι στήν πραγματικότητα πρόοδος, έφ' δσον δέν συνοδεύεται άπό παράλληλη πρόοδο του πνευματικού πολιτισμού. Τά σημερινά, έξ άλλου, διεθνιστικά, δογματικά καί σκοταδιστικά καπιταλομαρξιστικά καθεστώτα έπιβεβαιώνουν, δτι τό κράτος πού καταργεί τό έθνος καί τον έθνικό πολιτισμό δέν άποτελει πολιτική πρόοδο άλλά πολιτική όπισθοδρόμηση. Ή άντικατάσταση του έθνικου πνευματικού πολιτισμού άπό τόν κοσμοπολιτισμό, αύτό τό δογματικό κατασκεύασμα πού συνοδεύει άρρηκτα τόν κατ' άνάγκην διεθνιστικό ύλισμό, δέν είναι έπίσης πολιτιστική πρόοδος, άλλά πολιτιστική όπισθοδρόμηση.
Σέ τελευταία άνάλυση ή πρόοδος, όπως γίνεται νοητή άπό ύλιστική σκοπιά, άποτελει φραγμό καί άντίδραση στήν άνελικτική πορεία τής άνθρωπότητας, τών εθνών καί του πολιτισμού. Οισημερινοί άνθρωποι πού ζοΰν σέ περίοδο υλικής εύημερίας άλλά ταυτόχρονα είναι τά θύματα ένός συνεχούς ποιοτικου ύποβιβασμου τής ζωής τους, μπορούν καλύτερα άπό κάθε άλλη έποχή νά καταλάβουν ότι ή στενά υλιστική «πρόοδος» άποτελει θανάσιμη κατολίσθηση, αν δέν συνοδεύεται άπό τήν άληθινή πρόοδο, δπως γίνεται νοητή μέ τά κριτήρια τού ιδεαλισμού.
Πηγή: Δημμήτρης Λάμπρου, Αναζήτηση, Δοκίμιο Ελληνικής Ιδεολογίας, Δαύλος 1981
Πρόοδος είναι ή κίνηση με κανονικό ρυθμό άπό μιά κατάσταση πρός μιά αλλη πού ύπερέχει Από τήν προηγούμενη. Αν πρόκειται για άρρυθμη και ακανόνιστη κίνηση, δεν μπορούμε νά μιλάμε γιά πρόοδο, αλλά γιά άπλή μεταβολή. Αν πάλι ή κίνηση δέν κατευθυνεται πρός κάτι τό ύπερέχον, άλλά πρός κάτι πού τοποθετείται σέ κατώτερο άπό την αφετηρία της σημείο, δέν πρόκειται γιά πρόοδο, άλλά γιά όπισθοδρόμηση.
Άπό τά παραπάνω βγαίνει, οτι μέσα στην έννοια της προόδου πρέπει νά ένυπάρχη απαραίτητα τό στοιχείο τής κατευθύνσεως. Αν δέν εχη καθορισθή ποιό είναι τό ύπερέχον, άν δεν έχη γίνει, με άλλα λόγια, παραδεκτή σάν ανώτερη ή κατάσταση πρός τήν όποία στρέφεται ή κίνηση, είναι αδύνατο να χαρακτηρίσουμε τήν τροχιά της σάν πρόοδο.
Στά μαθηματικά, οπου έχουμε νά κάνουμε μέ ποσότητες, ό καθορισμός τής έννοιας τής προόδου είναι άπλός. Έκει τό Ανώτερο ταυτίζεται μέ τό περισσότερο, τό μεγαλύτερο ποσοτικά, καί συνεπώς πρόοδος είναι ή αύξηση μέ ρυθμό προσθετικό (Αριθμητική πρόοδος) η πολλαπλασιαστικό (γεωμετρική πρόοδος).
Στήν κοινωνία, ομως, ό χαρακτηρισμός μιας σειράς καταστάσεων ή γεγονότων σάν προόδου ή όπισθοδρομήσεως είναι αμφισβητούμενος, διότι αμφισβητούμενος είναι καί ό προσδιορισμός του ιστορικά ανώτερου. Τό ιστορικά ανώτερο προσδιορίζεται ανάλογα μέ τήν σκοπιά θεωρήσεως έκείνων πού τό προσδιορίζουν. Καί οί σκοπιές αυτές όχι μόνο δέν συμπίπτουν, αλλα πολύ συχνά βρίσκονται σέ σημεία έκ διαμέτρου Αντίθετα.
Ας έξετάσουμε τούς δύο βασικούς τρόπους θεωρήσεως τής ζωής καί του Κόσμου: τόν ύλιστικό καί τόν Ιδεαλιστικό. Αν ή Ιδεολογική σκοπιά είναι υλιστική, τό ιστορικά άνώτερο είναι ή αύξηση τών μέσων διαβιώσεως του ύλικοϋ οντος — δηλαδή του θηλαστικού ζώου — άνθρωπος καί συνεπώς ή πρόοδος ταυτίζεται μ£ τήν «τεχνολογική» καί «οικονομική πρόοδο». Αυτή ή «τεχνολογική» και «οικονομική πρόοδος» πρέπει νά άναφέρεται στά ύλιστικά σχήματα καί «μεγέθη» πού παραδέχεται ό (πάντοτε έξουσιαστικός) υλισμός. Και τέτοια, ώς γνωστόν, είναι ή λογοκρατική κοινωνία καί τό Κράτος, τά όποια οτηρίζονται στήν άρχή τής έξυπηρετήσεως τών ύλικών συμφερόντων τών μελών τους. Επομένως γιά τόν ύλισμό — γιά νά μιλάμε και πάλι μέ βάση τήν διεθνή πραγματικότητα τής έποχής μας: γιά τόν Αστοκατοκαπιταλομαρξισιμό — πρόοδος είναι ή έρρυθμη άνάπτυξη (κατ’ άνάγκην οίκονομική καί όργανωτική) τών όλοτήτων Κράτος καί λογοκρατική κοινωνία. Ό ρυθμός προόδου είναι άνάλογος πρός τόν ρυθμό μέ τόν όποιο άφ' ένός ισχυροποιείται ή ύλική δύναμη τής έξουσίας και άφ' έτέρου αύξάνονται τά ύλικά μέσα τής κοινωνίας. Αν λοιπόν κάποιο Κράτος παρουσιάζη όργανωτική, οίκονομική καί έδαφική άνάπτυξη καί αν τά ύλικά άγαθά πού άποκτουν τά μέλη τής κοινωνίας του (κατά κεφαλήν εισόδημα, βιομηχανική — γεωργική παραγωγή, άριθμός αυτοκινήτων καί συσκευών τηλεοράσεως κλπ.) αύξάνωνται άρρυθμα, τότε, άπό ύλιστική ιδεολογική καί Ιστορική σκοπιά, στό Κράτος αύτό «σημειώνεται πρόοδος».
Αν ή ιδεολογική σκοπιά είναι Ιδεαλιστική, τό Ιστορικά άνώτερο είναι ή ανύψωση καί τελειοποίηση του ήθικου —ίδεαλιστικοϋ όντος άνθρωπος, καί συνεπώς ή πρόοδος ταυτίζεται μέ τήν πρόοδο τού ήθικοπνευματικου πολιτισμού, δηλαδή μέ τόν βαθμό πού βρίσκουν έκφραση ή ελευθερία καί οί ιδέες τής άλήθειας, δικαιοσύνης κλπ. Αυτή ή ήθικοπνευματική πρόοδος πρέπει νά άναφέρεται στίς όντότητες πού παραδέχεται ό Ιδεαλισμός. Καί τέτοιες είναι τό άτομο, τό έθνος σάν πολιτιστική όντότητα καί ή άνθρωπότητα σάν σύνολο —δημιούργημα του Κοσμογονικου Νόμου. Αν τά Κράτη καί οί κοινωνίες δεν ύπόκεινται καί δέν προάγουν τό τετράπτυχο άνθρωπότητα - Εθνος - πνευματικός πολιτισμός - Ιδεαλιστικό δν άνθρωπος — δπως συμβαίνει μέ όλα τά Κράτη καί τις λογοκρατικές κοινωνίες του σύγχρονου άστοκαπιταλομαρξιστικου Κόσμου— δέν έχουν λόγον ύπάρξεως και απορρίπτονται άπό τον ιδεαλισμό ώς εμπόδια στην ιστορική πρόοδο. 'Ωσαύτως τό θηλαστικό ζώο άνθρωπος δέν ενδιαφέρει ιστορικά.
Επομένως γιά τον ιδεαλισμό ιστορική πρόοδος είναι ή έρρυθμη άνάπτυξη, τελειοποίηση καί ποιοτική άνοδος τής άνθρωπότητας, τής ιδέας Εθνος, του πνευματικού πολιτισμού’ καί τής ήθικο-πνευματικής συνειδήσεως (μ’ άλλα λόγια, τής ηθικής Ελευθερώσεως) του ατόμου. Πρόκειται γιά ποιοτική καί όχι ποσοτική πρόοδο. Γι' αυτό ή κίνηση τής ιστορικής προόδου από την σκοπιά του ιδεαλισμού θά ήταν άδύνατο νά καθορισθή άριθμητικά καί στατιστικά. Οί ποιοτικές όντότητες όπως ή άλήθεια, τό εθνος, ό ήθικοπνευματικός πολιτισμός, ή δικαιοσύνη και ή ήθική ελευθέρωση του άτόμου σέ καμμιά περίπτωση δέν μπορούν νά άποδοθούν μέ ποσοτικά μεγέθη. Αντίθετα, ή πρόοδος σέ επίπεδο συνειδήσεως του άτόμου, σέ έπίπεδο έθνους και σέ οικουμενικό επίπεδο, μπορεί νά άντικατοπτρισθή σέ ατομικά ή εθνικά ή παναθρώπινης σημασίας έργα καί πράξεις ήθικου και πνευματικού χαρακτήρα, όπως είναι ό ήρωϊσμός στον χώρο τών ιδεών, τών άξιών καί του πνεύματος, ό διάλογος του άνθρώπου μέ τή Φύση, ή τηροσπέλαση τής Επιστήμης στήν άλήθεια, ή κατίσχυση τής δικαιοσύνης καί τής άξιοκρατίας, ή ύπεράσπιση καί ανύψωση τής «στάθμης» τής ήθικής ελευθερίας, ή ύπεράσπιση καί άνύψωση τής ιδέας έθνος έν άμύνη καί είρήνη, ή προαγωγή καί άνάπτυξη του πνευματικού πολιτισμού, ή εξασφάλιση τής ήθικής ευδαιμονίας τού ανθρώπου καί γενικά ό άγώνας γιά τόν θρίαμβο ιδανικών πού δέν είναι υλιστικά. Αν τά ήθικά αύτά έπιτεύγματα καταξιώνωνται σάν άθλοι άλλά καί σάν υποδείγματα, άρχές καί σκοποί τής άνθρωπότητας, δημιουργείται τό κριτήριο γιά τόν προσδιορισμό τής ιστορικής προόδου άπό ίδεαλιστική σκοπιά, κριτήριο πού σέ κάθε περίπτωση δέν είναι ποσοτικό.
Από τήν παραπάνω άντιπαράβεση τής ύλιστικής μέ την ιδεαλιστική έννοια τής προόδου καταφαίνεται σχεδόν πλήρης άντίθεση στον τρόπο μέ τόν όποιο τήν άντιλαμβάνεται κάθε μιά άπό τίς δύο αύτές τάσεις. Η πρώτη καθορίζει σάν σκοπό καί κατεύθυνση τής κινήσεως τής άνθρωπότητας τήν εξασφάλιση τής επιβιώσεως ένός είδους τού ζωϊκού βασιλείου, ενώ ή δεύτερη τείνει την ποιοτική βελτίωσή καί άνοδο αύτοΰ τού είδους. Ή πρώτη άποκτά έτσι στατικό καί αμυντικό χαρακτήρα, ενώ ή δεύτερη γίνεται δυναμική καί επιθετική. Στήν πραγματικότητα ή υλιστική κοομοθεωρία δέν παραδέχεται τήν έννοια τής προόδου, διότι καθώς περιορίζεται στήν άντίληψη ότι ή πρόοδος ταυτίζεται μέ τήν επιδίωξη τής ύλικής επιδιώσεως έστω μέσα σέ συνεχώς «καλύτερες» συνθήκες— του άνθρώπσυ, αύτονόητα άρνεϊται την δυνατότητα τής άνυψώσεώς του σέ άνώτερο, έπίπεδο. Ή τεχνολογική πρόοδος γιά τον ύλισμό δεν εχει τήν ήθική έννοια τής συμπορεύσεως του άνθρώπου με τη Φύση —όπως τή θεωρεί ό ιδεαλισμός — άλλά άποτελεσματικώτερης έξασφαλίσεως των ύλικών άναγκών τής ζωής, έστω κί αν τούτο σημαίνη πλήρη σύγκρουση με τή Φύση.
Ή άστακαπιταλομαρξιστική «έκδοση» του υλισμου προχωρεί άκώμη πιό έπικίνδυνα στον κατήφορο τής άρνήσεως τής δυνατότητας ποιοτικής πρόοδου ή βελτιώσεως του άνθρώπου σάν άτόμου καί σαν συνόλου. Ή άντίληψή της περί «κοινωνικής προόδου» μεταφράζεται στήν πράξη σέ συνεχή ένίσχυση του υλιστικολύ σχήματος έξουσία, σέ βαθμό πού τό άτομο όχι μόνο νά μήν προάγεται σάν αύτοδύναμη συνείδηση, άλλ’ άντίθετα νά ύποβιβάζεται όλοένα καί πιο πολύ στήν κατάσταση του έξουδετερωμένου μέλους μιάς άγέλης. Καί ή ταύτιση τής προόδου μέ τήν αύξηση των ύλικών μέσων σημαίνει ύποδούλωση και άποβλάκωση του άτόμου. Ό σημερινός «μαζάνθρωπος» καί ό «καταναλωτικός άνθρωπος», αυτά τά θλιβερά δημιουργήματα τής τεχνολογικής προόδου καί γενικά τής έξουσιαστικής ιστορικής κατευθύνσεως του αστοκαπιταλομαρξισμοΰ, πού στερούνται οίουδήποτε ιδανικού, άποτελουν ζωντανές όσο καί τραγικές άποδείξεις οτι ή υλιστική ποόοδος δέν είναι στήν πραγματικότητα πρόοδος, έφ' δσον δέν συνοδεύεται άπό παράλληλη πρόοδο του πνευματικού πολιτισμού. Τά σημερινά, έξ άλλου, διεθνιστικά, δογματικά καί σκοταδιστικά καπιταλομαρξιστικά καθεστώτα έπιβεβαιώνουν, δτι τό κράτος πού καταργεί τό έθνος καί τον έθνικό πολιτισμό δέν άποτελει πολιτική πρόοδο άλλά πολιτική όπισθοδρόμηση. Ή άντικατάσταση του έθνικου πνευματικού πολιτισμού άπό τόν κοσμοπολιτισμό, αύτό τό δογματικό κατασκεύασμα πού συνοδεύει άρρηκτα τόν κατ' άνάγκην διεθνιστικό ύλισμό, δέν είναι έπίσης πολιτιστική πρόοδος, άλλά πολιτιστική όπισθοδρόμηση.
Σέ τελευταία άνάλυση ή πρόοδος, όπως γίνεται νοητή άπό ύλιστική σκοπιά, άποτελει φραγμό καί άντίδραση στήν άνελικτική πορεία τής άνθρωπότητας, τών εθνών καί του πολιτισμού. Οισημερινοί άνθρωποι πού ζοΰν σέ περίοδο υλικής εύημερίας άλλά ταυτόχρονα είναι τά θύματα ένός συνεχούς ποιοτικου ύποβιβασμου τής ζωής τους, μπορούν καλύτερα άπό κάθε άλλη έποχή νά καταλάβουν ότι ή στενά υλιστική «πρόοδος» άποτελει θανάσιμη κατολίσθηση, αν δέν συνοδεύεται άπό τήν άληθινή πρόοδο, δπως γίνεται νοητή μέ τά κριτήρια τού ιδεαλισμού.
Πηγή: Δημμήτρης Λάμπρου, Αναζήτηση, Δοκίμιο Ελληνικής Ιδεολογίας, Δαύλος 1981
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου