Σαν σήμερα ειναι η επέτειος ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Του Ιωαννη Σακκα*
Η νίκη της Ελλάδας κατά των Ιταλών εισβολέων και η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων στα εδάφη της νότιας Αλβανίας τον χειμώνα του 1940 επανέφερε στην επιφάνεια τα εκκρεμή εθνικά ζητήματα της Βόρειας Ηπείρου και των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων και ενθάρρυνε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει από τη Βρετανία μια φιλική χειρονομία στην Κύπρο. Στις αρχές Ιουλίου του 1941 ο πρωθυπουργός Εμμ. Τσουδερός συνέταξε και επέδωσε στον βασιλιά Γεώργιο υπόμνημα περί των νόμιμων διεκδικήσεων της Ελλάδας, στις οποίες περιελάμβανε τις αλύτρωτες περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, της Δωδεκανήσου και της Κύπρου. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Γ. Παπανδρέου, στον απελευθερωτικό λόγο του προς τον λαό της Αθήνας, στις 18 Οκτωβρίου 1944, εστίασε τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας στην προσάρτηση των Δωδεκανήσων και της Βόρειας Ηπείρου. Στην Κύπρο απέφυγε να αναφερθεί, προφανώς για να μη δυσαρεστήσει τους Βρετανούς σ' εκείνη την κρίσιμη περίοδο, που τόσο πολύ τους χρειαζόταν.
Περισσότερο ελπιδοφόρα από την εξέλιξη του Βορειοηπειρωτικού και του Κυπριακού διαγράφηκε στα χρόνια του πολέμου η προοπτική για οριστική επίλυση του Δωδεκανησιακού ζητήματος. Τα Δωδεκάνησα είχαν παραμείνει υπό οθωμανική κατοχή μέχρι το 1912, όταν περιήλθαν στην Ιταλία στη διάρκεια του ιταλο-οθωμανικού πολέμου για την Κυρηναϊκή. Η Ελλάδα νομιμοποιούνταν να διεκδικήσει μεταπολεμικά την ενσωμάτωσή τους στον εθνικό κορμό, αφού η ελληνικότητά τους ήταν αναμφισβήτητη (το 1912 ο πληθυσμός της Δωδεκανήσου ήταν 143.482, από τους οποίους οι 131.332 ήταν Ελληνες) και βρίσκονταν υπό την κατοχή εχθρικής προς τους Συμμάχους δύναμης.
Η στάση της βρετανικής διπλωματίας
Οι Βρετανοί, αν και δεν επιθυμούσαν να αναλάβουν στη διάρκεια του πολέμου μονομερείς δεσμεύσεις σε θέματα εδαφικών μεταβολών, είχαν την πρόθεση να στηρίξουν την ελληνική διεκδίκηση, αποφεύγοντας να τη συνδέσουν με διπλωματικές ή επιχειρησιακές σκοπιμότητες. Οταν τον Δεκέμβριο του 1941 στη Μόσχα ο Στάλιν εισηγήθηκε στον Ηντεν την παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Τουρκία για τον προσεταιρισμό της, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών επισήμανε στον Σοβιετικό ηγέτη το ελληνικό ενδιαφέρον για τα Δωδεκάνησα και τα προβλήματα που θα δημιουργούσε στο Συμμαχικό στρατόπεδο μια τέτοια συναλλαγή με τους Τούρκους. Και όταν τον Απρίλιο του 1943 ο ίδιος ο Τσώρτσιλ, στην επιθυμία του να εξασφαλίσει την πολεμική έξοδο της Τουρκίας για τη συγκρότηση ενός βαλκανικού μετώπου, πρότεινε να ζητήσουν βοήθεια από τους Τούρκους (αεροπορικές διευκολύνσεις ή πλήρη στρατιωτική σύμπραξη) με αντάλλαγμα τη Ρόδο, ο Ηντεν αντέτεινε ότι σε μια τέτοια περίπτωση η Ελλάδα, χώρα Συμμαχική, θα αντιδρούσε έντονα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα διαταράσσονταν και θα παραβιαζόταν η συμμαχική αρχή της «αποφυγής διαπραγματεύσεων για εδαφικά ζητήματα πριν από τον τερματισμό του πολέμου».
Μετά την ανακωχή της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943, τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στη γερμανική κατοχή. Τον επόμενο χειμώνα, βρετανικές δυνάμεις σε συνεργασία με τους άντρες του Ιερού Λόχου υπό τον συνταγματάρχη Χριστόδ. Τσιγάντε ανέλαβαν δράση για την απελευθέρωση των νησιών. Στις 8 Μαΐου 1945 έφτασε στη Σύμη ο διοικητής Δωδεκανήσου, υποστράτηγος Βάγκνερ, για να υπογράψει πρακτικό παράδοσης των εκεί γερμανικών δυνάμεων στους αντιπροσώπους των Συμμάχων - Αγγλίας, Γαλλίας και Ελλάδας. Στη συνέχεια, ο Ιερός Λόχος αποχώρησε και τα νησιά περιήλθαν υπό βρετανική στρατιωτική διοίκηση, η οποία παρέμεινε για δύο σχεδόν χρόνια. Οι νέες στρατιωτικές αρχές εφάρμοσαν σε γενικές γραμμές το διοικητικό και φορολογικό σύστημα της φασιστικής Ιταλίας, διατήρησαν τους Ιταλούς υπαλλήλους στις θέσεις τους και φάνηκαν απρόθυμοι να διευκολύνουν την παλιννόστηση των Δωδεκανησίων που ζούσαν στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η εισήγηση Μπέβιν
Η νέα βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών, που προήλθε από τις εκλογές του Ιουλίου 1945, δίσταζε να αναλάβει πρωτοβουλία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Επιθυμία της ήταν να δικαιωθεί η ελληνική κυβέρνηση, αφού τα άλλα εδαφικά αιτήματα της Ελλάδας ήταν σχεδόν αδύνατο να γίνουν αποδεκτά, και η χώρα χρειαζόταν μια επιτυχία για να ικανοποιηθεί η κοινή γνώμη. Στις 21 Σεπτεμβρίου ο υπουργός Εξωτερικών Ερνεστ Μπέβιν συνέταξε απόρρητο μνημόνιο με αποδέκτη τη βρετανική κυβέρνηση: «Τυχόν αποτυχία στην απόδοση των νησιών στην Ελλάδα, τη στιγμή που βρίσκονται στην κατοχή μας», έλεγε, «θα αποτελούσε δυσμενή αντίθεση με την ικανότητα της Ρωσίας να διανέμει πρώην εχθρικά εδάφη στους δορυφόρους της, θα μείωνε το κύρος μας στην Ελλάδα και αλλού και θα αποδυνάμωνε την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αντιμετωπίζει τη στιγμή αυτή επίθεση για την αποτυχία της να αποκομίσει οτιδήποτε από τον ειρηνευτικό διακανονισμό και θα μπορούσε να αποδειχθεί αδύνατο να επιβιώσει, αν και αυτή η ακαταμάχητη διεκδίκηση δεν γίνει αποδεκτή». Εντούτοις, η βρετανική κυβέρνηση δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να δοθεί το Καστελόριζο στην Τουρκία «λόγω εγγύτητας», γνωρίζοντας το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Αγκυρας για το νησί.
Η στάση της Τουρκίας
Η Τουρκία ήταν πρόθυμη να αποδεχτεί την ενσωμάτωση των νησιών στην ελληνική επικράτεια, με τον όρο ότι θα κατοχυρωθεί η αμυντική ασφάλεια της παράκτιας μικρασιατικής ζώνης. Η στάση της καθορίστηκε από την ανάγκη για διπλωματική σύμπραξη με τη Βρετανία, προκειμένου να διασφαλίσει την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της κατά τη ρευστή μεταπολεμική περίοδο, την κεμαλική στρατηγική τής μη εμπλοκής σε διεκδικητικούς αγώνες για εδάφη, όπου δεν επικρατούσε το ομοεθνές μουσουλμανικό στοιχείο, και τη βούλησή της να μην προκαλέσει τους Σοβιετικούς, οι οποίοι το καλοκαίρι του 1946 έθεσαν θέμα αναθεώρησης του καθεστώτος των Στενών, ενέργεια που στη Δύση ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια της Μόσχας να αποκτήσει την υπεροχή στην ανατολική Μεσόγειο.
Η τελική απόφαση των συμμάχων για την ένωση
Στην πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων συμμάχων στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1946 κανένα από τα ελληνικά εθνικά αιτήματα δεν ικανοποιήθηκε, λόγω των αντιρρήσεων του Σοβιετικού εκπροσώπου Μολότωφ. Στο θέμα της Δωδεκανήσου η Μόσχα συνδύασε τη θολή και παρελκυστική της πολιτική με την εκδήλωση δυσπιστίας προς την «αντιδραστική» κυβέρνηση του Κ. Τσαλδάρη και ενδιαφέροντος για την εξασφάλιση ναυτικών βάσεων στην περιοχή Δαρδανελλίων - Βοσπόρου.
Ωστόσο, κατά τη δεύτερη συνεδρίαση στις 27 Ιουνίου 1946 ο Μολότωφ συμφώνησε να αποδοθούν τα νησιά στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου και του Καστελλόριζου, με μοναδικό όρο την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Η αιφνιδιαστική αλλαγή θα πρέπει να αποδοθεί στην επιμονή των Αγγλο-Αμερικανών να ικανοποιηθεί το αίτημα μιας χώρας, που είχε συνεισφέρει πολλά στη συντριβή του φασισμού, και κυρίως στη βούληση της Μόσχας να εμποδίσει την ενίσχυση της Τουρκίας σε μια περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν τεταμένες εξαιτίας των σοβιετικών πιέσεων για το ζήτημα του ελέγχου των Στενών. Η ελληνική πλευρά, λαμβάνοντας υπόψη της την απαίτηση των συμμάχων για συμβατική κατοχύρωση της αμυντικής ασφάλειας της Τουρκίας, αποδέχθηκε τον όρο του αφοπλισμού των νησιών, εφόσον μάλιστα δεν διαγραφόταν τότε ως πιθανή η διατάραξη των σχέσεών της με τη γείτονα χώρα.
Ετσι, προτού καν συνέλθει η Διάσκεψη Ειρήνης (29 Ιουλίου - 11 Οκτωβρίου 1946), το θέμα των Δωδεκανήσων είχε λάβει ευνοϊκή τροπή για την Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο η Επιτροπή Πολιτικών και Εδαφικών Ζητημάτων, επιφορτισμένη να επεξεργαστεί τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης με την Ιταλία, υιοθέτησε ομόφωνα το ελληνικό αίτημα για την ενσωμάτωση των νήσων. Για να αποφευχθούν μελλοντικά προστριβές στη μεθοριακή ζώνη του Αιγαίου στο κείμενο οριζόταν ότι τα Δωδεκάνησα «είναι και θα παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημένα», πρόβλεψη που θα επικαλεστεί η Τουρκία κατά τρόπο καταχρηστικό μετά το 1974.
Η ανάληψη της διοίκησης των νησιών από την Ελλάδα έγινε στις 31 Μαρτίου 1947 με την παράδοσή τους από τους Βρετανούς στον Ελληνα στρατιωτικό διοικητή, αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη. Μετά την επικύρωση της Συνθήκης με την Ιταλία, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η Δωδεκάνησος προσαρτήθηκε και επισήμως στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 1948. Ο στρατιωτικός διοικητής αποχώρησε και συστήθηκε η Γενική Διοίκηση Δωδεκανήσου, με πρώτο γενικό διοικητή τον Κάσιο γιατρό και αγωνιστή, Νικόλαο Μαυρή.
* O κ. Ιωάννης Σακκάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας της Μεσογείου στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Θούριος
Ρήγας Φεραίος
Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.
Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
Τέλος του όρκου
Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.
Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.
Σαν σήμερα ειναι η επέτειος ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Του Ιωαννη Σακκα*
Η νίκη της Ελλάδας κατά των Ιταλών εισβολέων και η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων στα εδάφη της νότιας Αλβανίας τον χειμώνα του 1940 επανέφερε στην επιφάνεια τα εκκρεμή εθνικά ζητήματα της Βόρειας Ηπείρου και των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων και ενθάρρυνε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει από τη Βρετανία μια φιλική χειρονομία στην Κύπρο. Στις αρχές Ιουλίου του 1941 ο πρωθυπουργός Εμμ. Τσουδερός συνέταξε και επέδωσε στον βασιλιά Γεώργιο υπόμνημα περί των νόμιμων διεκδικήσεων της Ελλάδας, στις οποίες περιελάμβανε τις αλύτρωτες περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, της Δωδεκανήσου και της Κύπρου. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Γ. Παπανδρέου, στον απελευθερωτικό λόγο του προς τον λαό της Αθήνας, στις 18 Οκτωβρίου 1944, εστίασε τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας στην προσάρτηση των Δωδεκανήσων και της Βόρειας Ηπείρου. Στην Κύπρο απέφυγε να αναφερθεί, προφανώς για να μη δυσαρεστήσει τους Βρετανούς σ' εκείνη την κρίσιμη περίοδο, που τόσο πολύ τους χρειαζόταν.
Περισσότερο ελπιδοφόρα από την εξέλιξη του Βορειοηπειρωτικού και του Κυπριακού διαγράφηκε στα χρόνια του πολέμου η προοπτική για οριστική επίλυση του Δωδεκανησιακού ζητήματος. Τα Δωδεκάνησα είχαν παραμείνει υπό οθωμανική κατοχή μέχρι το 1912, όταν περιήλθαν στην Ιταλία στη διάρκεια του ιταλο-οθωμανικού πολέμου για την Κυρηναϊκή. Η Ελλάδα νομιμοποιούνταν να διεκδικήσει μεταπολεμικά την ενσωμάτωσή τους στον εθνικό κορμό, αφού η ελληνικότητά τους ήταν αναμφισβήτητη (το 1912 ο πληθυσμός της Δωδεκανήσου ήταν 143.482, από τους οποίους οι 131.332 ήταν Ελληνες) και βρίσκονταν υπό την κατοχή εχθρικής προς τους Συμμάχους δύναμης.
Η στάση της βρετανικής διπλωματίας
Οι Βρετανοί, αν και δεν επιθυμούσαν να αναλάβουν στη διάρκεια του πολέμου μονομερείς δεσμεύσεις σε θέματα εδαφικών μεταβολών, είχαν την πρόθεση να στηρίξουν την ελληνική διεκδίκηση, αποφεύγοντας να τη συνδέσουν με διπλωματικές ή επιχειρησιακές σκοπιμότητες. Οταν τον Δεκέμβριο του 1941 στη Μόσχα ο Στάλιν εισηγήθηκε στον Ηντεν την παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Τουρκία για τον προσεταιρισμό της, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών επισήμανε στον Σοβιετικό ηγέτη το ελληνικό ενδιαφέρον για τα Δωδεκάνησα και τα προβλήματα που θα δημιουργούσε στο Συμμαχικό στρατόπεδο μια τέτοια συναλλαγή με τους Τούρκους. Και όταν τον Απρίλιο του 1943 ο ίδιος ο Τσώρτσιλ, στην επιθυμία του να εξασφαλίσει την πολεμική έξοδο της Τουρκίας για τη συγκρότηση ενός βαλκανικού μετώπου, πρότεινε να ζητήσουν βοήθεια από τους Τούρκους (αεροπορικές διευκολύνσεις ή πλήρη στρατιωτική σύμπραξη) με αντάλλαγμα τη Ρόδο, ο Ηντεν αντέτεινε ότι σε μια τέτοια περίπτωση η Ελλάδα, χώρα Συμμαχική, θα αντιδρούσε έντονα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα διαταράσσονταν και θα παραβιαζόταν η συμμαχική αρχή της «αποφυγής διαπραγματεύσεων για εδαφικά ζητήματα πριν από τον τερματισμό του πολέμου».
Μετά την ανακωχή της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943, τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στη γερμανική κατοχή. Τον επόμενο χειμώνα, βρετανικές δυνάμεις σε συνεργασία με τους άντρες του Ιερού Λόχου υπό τον συνταγματάρχη Χριστόδ. Τσιγάντε ανέλαβαν δράση για την απελευθέρωση των νησιών. Στις 8 Μαΐου 1945 έφτασε στη Σύμη ο διοικητής Δωδεκανήσου, υποστράτηγος Βάγκνερ, για να υπογράψει πρακτικό παράδοσης των εκεί γερμανικών δυνάμεων στους αντιπροσώπους των Συμμάχων - Αγγλίας, Γαλλίας και Ελλάδας. Στη συνέχεια, ο Ιερός Λόχος αποχώρησε και τα νησιά περιήλθαν υπό βρετανική στρατιωτική διοίκηση, η οποία παρέμεινε για δύο σχεδόν χρόνια. Οι νέες στρατιωτικές αρχές εφάρμοσαν σε γενικές γραμμές το διοικητικό και φορολογικό σύστημα της φασιστικής Ιταλίας, διατήρησαν τους Ιταλούς υπαλλήλους στις θέσεις τους και φάνηκαν απρόθυμοι να διευκολύνουν την παλιννόστηση των Δωδεκανησίων που ζούσαν στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η εισήγηση Μπέβιν
Η νέα βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών, που προήλθε από τις εκλογές του Ιουλίου 1945, δίσταζε να αναλάβει πρωτοβουλία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Επιθυμία της ήταν να δικαιωθεί η ελληνική κυβέρνηση, αφού τα άλλα εδαφικά αιτήματα της Ελλάδας ήταν σχεδόν αδύνατο να γίνουν αποδεκτά, και η χώρα χρειαζόταν μια επιτυχία για να ικανοποιηθεί η κοινή γνώμη. Στις 21 Σεπτεμβρίου ο υπουργός Εξωτερικών Ερνεστ Μπέβιν συνέταξε απόρρητο μνημόνιο με αποδέκτη τη βρετανική κυβέρνηση: «Τυχόν αποτυχία στην απόδοση των νησιών στην Ελλάδα, τη στιγμή που βρίσκονται στην κατοχή μας», έλεγε, «θα αποτελούσε δυσμενή αντίθεση με την ικανότητα της Ρωσίας να διανέμει πρώην εχθρικά εδάφη στους δορυφόρους της, θα μείωνε το κύρος μας στην Ελλάδα και αλλού και θα αποδυνάμωνε την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αντιμετωπίζει τη στιγμή αυτή επίθεση για την αποτυχία της να αποκομίσει οτιδήποτε από τον ειρηνευτικό διακανονισμό και θα μπορούσε να αποδειχθεί αδύνατο να επιβιώσει, αν και αυτή η ακαταμάχητη διεκδίκηση δεν γίνει αποδεκτή». Εντούτοις, η βρετανική κυβέρνηση δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να δοθεί το Καστελόριζο στην Τουρκία «λόγω εγγύτητας», γνωρίζοντας το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Αγκυρας για το νησί.
Η στάση της Τουρκίας
Η Τουρκία ήταν πρόθυμη να αποδεχτεί την ενσωμάτωση των νησιών στην ελληνική επικράτεια, με τον όρο ότι θα κατοχυρωθεί η αμυντική ασφάλεια της παράκτιας μικρασιατικής ζώνης. Η στάση της καθορίστηκε από την ανάγκη για διπλωματική σύμπραξη με τη Βρετανία, προκειμένου να διασφαλίσει την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της κατά τη ρευστή μεταπολεμική περίοδο, την κεμαλική στρατηγική τής μη εμπλοκής σε διεκδικητικούς αγώνες για εδάφη, όπου δεν επικρατούσε το ομοεθνές μουσουλμανικό στοιχείο, και τη βούλησή της να μην προκαλέσει τους Σοβιετικούς, οι οποίοι το καλοκαίρι του 1946 έθεσαν θέμα αναθεώρησης του καθεστώτος των Στενών, ενέργεια που στη Δύση ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια της Μόσχας να αποκτήσει την υπεροχή στην ανατολική Μεσόγειο.
Η τελική απόφαση των συμμάχων για την ένωση
Στην πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων συμμάχων στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1946 κανένα από τα ελληνικά εθνικά αιτήματα δεν ικανοποιήθηκε, λόγω των αντιρρήσεων του Σοβιετικού εκπροσώπου Μολότωφ. Στο θέμα της Δωδεκανήσου η Μόσχα συνδύασε τη θολή και παρελκυστική της πολιτική με την εκδήλωση δυσπιστίας προς την «αντιδραστική» κυβέρνηση του Κ. Τσαλδάρη και ενδιαφέροντος για την εξασφάλιση ναυτικών βάσεων στην περιοχή Δαρδανελλίων - Βοσπόρου.
Ωστόσο, κατά τη δεύτερη συνεδρίαση στις 27 Ιουνίου 1946 ο Μολότωφ συμφώνησε να αποδοθούν τα νησιά στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου και του Καστελλόριζου, με μοναδικό όρο την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Η αιφνιδιαστική αλλαγή θα πρέπει να αποδοθεί στην επιμονή των Αγγλο-Αμερικανών να ικανοποιηθεί το αίτημα μιας χώρας, που είχε συνεισφέρει πολλά στη συντριβή του φασισμού, και κυρίως στη βούληση της Μόσχας να εμποδίσει την ενίσχυση της Τουρκίας σε μια περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν τεταμένες εξαιτίας των σοβιετικών πιέσεων για το ζήτημα του ελέγχου των Στενών. Η ελληνική πλευρά, λαμβάνοντας υπόψη της την απαίτηση των συμμάχων για συμβατική κατοχύρωση της αμυντικής ασφάλειας της Τουρκίας, αποδέχθηκε τον όρο του αφοπλισμού των νησιών, εφόσον μάλιστα δεν διαγραφόταν τότε ως πιθανή η διατάραξη των σχέσεών της με τη γείτονα χώρα.
Ετσι, προτού καν συνέλθει η Διάσκεψη Ειρήνης (29 Ιουλίου - 11 Οκτωβρίου 1946), το θέμα των Δωδεκανήσων είχε λάβει ευνοϊκή τροπή για την Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο η Επιτροπή Πολιτικών και Εδαφικών Ζητημάτων, επιφορτισμένη να επεξεργαστεί τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης με την Ιταλία, υιοθέτησε ομόφωνα το ελληνικό αίτημα για την ενσωμάτωση των νήσων. Για να αποφευχθούν μελλοντικά προστριβές στη μεθοριακή ζώνη του Αιγαίου στο κείμενο οριζόταν ότι τα Δωδεκάνησα «είναι και θα παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημένα», πρόβλεψη που θα επικαλεστεί η Τουρκία κατά τρόπο καταχρηστικό μετά το 1974.
Η ανάληψη της διοίκησης των νησιών από την Ελλάδα έγινε στις 31 Μαρτίου 1947 με την παράδοσή τους από τους Βρετανούς στον Ελληνα στρατιωτικό διοικητή, αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη. Μετά την επικύρωση της Συνθήκης με την Ιταλία, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η Δωδεκάνησος προσαρτήθηκε και επισήμως στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 1948. Ο στρατιωτικός διοικητής αποχώρησε και συστήθηκε η Γενική Διοίκηση Δωδεκανήσου, με πρώτο γενικό διοικητή τον Κάσιο γιατρό και αγωνιστή, Νικόλαο Μαυρή.
* O κ. Ιωάννης Σακκάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας της Μεσογείου στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Θούριος
Ρήγας Φεραίος
Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.
Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
Τέλος του όρκου
Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.
Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου