Η χώρα μας βιώνει μια πρωτοφανή κρίση. Παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις που ακούμε συχνά από τον πρωθυπουργό αλλά και από όλα τα κυβερνητικά στελέχη, θεωρώ ότι όλοι τους ξέρουν καλά ότι δεν λένε όλη την αλήθεια στον λαό. Αυτό ισχύει και για τις πρόσφατες ανακοινώσεις σχετικά με τις υποτιθέμενες θετικές συνέπειες της εφαρμογής του PSI, το οποίο οι αγορές, αν μη τι άλλο, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν με την αισιοδοξία που εκφράζει ο Έλληνας πρωθυπουργός (βλ. The Times, 20 Μαρτίου 2012, σ. 50).
Η Ελλάδα λοιπόν βρίσκεται σε κρισιμότατη κατάσταση, η οποία, σύμφωνα με πολλούς ξένους παρατηρητές και αξιωματούχους, είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθεί. Η ύφεση, που άγγιζε το 7,5% το τελευταίο τρίμηνο του 2011 και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα παραμείνει στο 4-5% (αν όχι και περισσότερο) στη χρονιά που διανύουμε. Η ανεργία αναμφισβήτητα θα αυξηθεί. Το κόστος ζωής, ομοίως, θα ανέβει. Τα εισοδήματα των πολιτών, από την άλλη πλευρά, θα μειωθούν δραστικά. Οι συντάξεις έχουν σχεδόν μηδενισθεί και ως μοντέλο βιωτικού επιπέδου οι Ευρωπαίοι φίλοι μας μας επιβάλλουν αυτό της Βουλγαρίας ή και της Ρουμανίας, λύση που χαροποιεί μερικούς επιχειρηματίες μας! Η αγορά θα στεγνώσει από ρευστό. Μόνον οι τράπεζες θα καταφέρουν να ανακεφαλαιοποιηθούν έχοντας παντού στον κόσμο μεταβληθεί στο ασθενέστατο σημείο το σύγχρονου καπιταλισμού. Έτσι, τα όποια κονδύλια βρεθούν για δημόσια έργα θα κάνουν – κυρίως – ακόμη πλουσιότερους ορισμένους πλούσιους επιχειρηματίες, οι οποίοι, απλώς, θα εκμεταλλευθούν την εργασία ενός απίστευτα κακοπληρωμένου εργατικού δυναμικού.
Επιπλέον, όμως, όπως και οι περισσότεροι ξένοι σχολιαστές, προσωπικά δεν έχω πειστεί ότι η κυβέρνηση θα μπορέσει να εκπληρώσει τους όρους που της επέβαλαν. Η σχεδιαζόμενη αλλά αμφιλεγόμενη «άσκηση σωτηρίας» μπορεί να μην τελεσφορήσει. Πολλοί ξένοι ειδικοί πιστεύουν ότι η χρεοκοπία δεν θα αποφευχθεί. Η έξοδος από το ευρώ, επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο, απλώς έχει αναβληθεί. Και η έξοδος αυτή – δεν πρέπει να το ξεχνάμε – δεν αποτελεί ζήτημα επιλογής για τους Έλληνες, αλλά μια εξέλιξη την οποία τεχνηέντως θα επιβάλουν οι ξένοι όταν θα έχουν πια απηυδήσει πλήρως με τη χώρα μας! Ακόμη πιο ανησυχητικό όμως είναι το τι θα γίνει όταν ξεσπάσει η (σχεδόν αναπόφευκτη) κοινωνική αναταραχή στους δρόμους και πώς (ή μάλλον αν) θα σταθεί δυνατόν να αποτραπεί. Γιατί προσοχή: με το να λέμε ότι αυτή πηγάζει από μερικούς αριστερούς ή κουκουλοφόρους δεν είμεθα μόνο υπεύθηνοι αυταπάτης αλλά και απάτης!
—————————
Τα άτομα που «ενορχήστρωσαν» αυτή την πορεία, τις συνέπειες της οποίας σύντομα θα βιώσουμε ακόμη πιο έντονα, είναι οι ορισμένοι αποτυχημένοι πολιτικοί των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2000 και μετά.
Αυτή η ολέθρια πορεία, όμως, δεν θα ήταν δυνατόν να έχει καθοριστεί μόνον από τους ίδιους. Έτσι, οι πολιτικοί μας έλαβαν πολύτιμη βοήθεια από ευάριθμους (άπληστους λένε πολλοί) τραπεζίτες και επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν αρκούνται να βγάζουν χρήματα αλλά θέλουν επίσης να «κυβερνούν την Ελλάδα», καθώς και από μερικούς μεγιστάνες των ΜΜΕ, οι οποίοι έχουν μεταμορφώσει τις εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια σε μηχανές προπαγάνδας και παραπληροφόρησης.
Η δυσπιστία των αναγνωστών και των τηλεθεατών απέναντι στα ΜΜΕ, την οποία περίτρανα αποδεικνύουν τα χαμηλά ποσοστά αναγνωσιμότητας και τηλεθέασης, δεν αποτελεί εντούτοις επαρκή τιμωρία για μια τέτοια συμπεριφορά! Έτσι, πολλές ελληνικές εφημερίδες είναι σήμερα οικονομικά υπερχρεωμένες, ενώ αρκετές άλλες μετά βίας καταφέρνουν να επιβιώσουν μοιράζοντας… δωρεάν DVD! Εκεί λοιπόν καταντήσαμε; Έμποροι παλαίων DVD να μας επιβάλλουν μαθήματα ηθικής και πολιτικής δεοντολογίας;
Και σαν να με έφταναν όλα αυτά στα πρόσωπα μερικών από αυτούς τους μηχανορράφους των ΜΜΕ βρίσκουν ιδανικούς «συνεταίρους» ορισμένοι ξένοι παράγοντες οι οποίοι εποφθαλμιούν τους πόρους μας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο και ορυκτό πλούτο.
Πρός τι μία τέτοια συντονισμένη μεγαλό-συνωμοσία; Και πως αποφεύγεται; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέλω να εξετάσω σ΄αυτό το δοκίμιο και, στο τελευταίο μέρος, να αναπτύξω μερικές ιδέες μου για περαιτέρω συζήτηση.
————————
Καταρχάς, σκοπός των προαναφερθέντων κατεστημένων – και η χώρα μας δεν κυβερνάται από κατεστημένο αλλά από συντονισμένα κατεστημένα – είναι να χρησιμοποιήσουν τις επερχόμενες εκλογές για να διαιωνίσουν το status quo. Είναι άλλωστε διάχυτος ο φόβος ότι μερικά από αυτά μπορεί και να καταφύγουν σε εκβιασμούς, δωροδοκίες, παραπληροφόρηση και προπαγάνδα για να επιτύχουν τον στόχο τους. Το κεντρικό επιχείρημά τους θα φέρει τους ψηφοφόρους αντιμέτωπους με το δίλημμα: «θέλετε ή δεν θέλετε να μείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση;» Εξαιρουμένου του ΚΚΕ, δεν γνωρίζω άλλο κόμμα το οποίο να δηλώνει αντίθετο με την παραμονή μας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό που λένε σήμερα ακόμη και τα κόμματα της Αριστεράς είναι ό,τι ακριβώς ισχυρίζεται (ορθώς) η Δεξιά τα τελευταία δύο χρόνια: «Θέλουμε να βρούμε έναν τρόπο επαναδιαπραγμάτευσης». Εκτός τούτου, σας επαναλαμβάνω: στο τέλος η απόφαση αν μείνομε δεν θα είναι δικία μας αλλά δικία τους! Ό,τι έγινε το τελευταίο χρόνο δείχνει ότι οι ενέργιες των Ευρωπαίων αποσκοπούσαν να προστατεύσουν τα δικά των συμφέροντα και μόνο παρεμπιπτόντως τα δικά μας!
Θα εξετάσουμε άραγε σοβαρά αυτό το επιχείρημα τους επόμενους δύο μήνες; Ή μήπως θα το απλουστεύσουμε λέγοντας: «Ή είστε μαζί μας ή σας θεωρούμε ότι είστε εναντίον μας»;
Οι Έλληνες έχουν περάσει τους τελευταίους δεκαοκτώ τουλάχιστον μήνες με τέτοια ψευδοδιλήμματα που τους έθετε συστηματικά ο τύπος. Τρομοκρατημένοι από τα ΜΜΕ, υποχώρησαν κάθε φορά σ’αυτές τις πιέσεις. Θα υποχωρήσουν όμως και τώρα; Δεν θα μπορέσουν άραγε να καταλάβουν ότι αυτό το επιχείρημα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής με σκοπό την αποδυνάμωση – μια και είναι αδύνατη η εξουδετέρωση – των κομμάτων της Αριστεράς; Εάν όμως υποχωρήσουν, αυτοί και μόνο θα φταίνε για τα δέκα (ή και περισσότερα) χρόνια δυστυχίας που τους περιμένουν, όπως και για την απώλεια των εθνικών πόρων τους, που επίσης τους περιμένει στο άμεσο μέλλον.
Σε πολλούς ευσταθεί η άποψη ότι στη χώρα μας η δημοκρατία υπάρχει σήμερα μόνον εν μέρει. Παραδείγματος χάριν, το δικαίωμα της δημόσιων διαδηλώσεων αποτελεί αντικείμενο καθημερινής κατάχρησης χωρίς να αποφέρει κανένα αποτέλεσμα. Εντούτοις, το δικαίωμα καταστολής της δημόσιας διαμαρτυρίας αποτελεί αντικείμενο ακόμη μεγαλύτερης κατάχρησης, η οποία μάλιστα μερικές φορές συνοδεύεται και από πρωτοφανή άσκηση βίας ή ακόμη – όπως φημολογείται – και συγκαλυμμένη κρατική προβοκάτσια. Οι πολιτικοί μας παρεκτρέπονται, σε οικονομικό ή άλλο επίπεδο, αλλά τα ελληνικά ΜΜΕ σπανίως ερευνούν στον δέοντα βαθμό τις ενδείξεις αυτών των παρεκτροπών, ενώ οι ίδιοι οι πολιτικοί στο τέλος καταφέρνουν να απαλλαχθούν από κάθε ευθύνη χρησιμοποιώντας παρωχημένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Και σήμερα, μέσα από την τεχνητή επίταση της αντιαριστερής προπαγάνδας, βλέπουμε ένα τμήμα του πολιτικού κόσμου να προσπαθεί να κερδίσει μερικές ποσοστιαίες μονάδες στις δημοσκοπήσεις με κίνδυνο να αναζωπυρωθούν υπό δριμύτατη μορφή οι διχασμοί του Εμφυλίου Πολέμου. Κατά τα φαινόμενα, οι υστερόβουλοι αυτοί υπολογισμοί παραβλέπουν το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι, για πρώτη φορά, θα έχουν να επιλέξουν μέσα από μια σειρά μικρότερα κόμματα που θα διεκδικούν την ψήφο τους. Κατά κύριο λόγο, όμως, παραβλέπουν τη βαθιά δυσαρέσκεια του λαού για τα δύο μεγάλα κόμματα που έχουν (κακο)κυβερνήσει τη χώρα εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια. Αυτή η δυσαρέσκεια αποφεύγεται με κομματικά τεχνάσματα;
Τα αστικά κόμματα, καθώς και οι εφημερίδες που εξασφαλίζουν τη στήριξή τους, φέρουν κοινό μερίδιο ευθύνης για την επιδιωκόμενη αυτή πόλωση. Διότι, μπορεί, μετά τις εκλογές, τα κόμματα αυτά να αποδειχθούν ανίκανα να κυβερνήσουν (είτε μόνα τους είτε – πιθανότατα – υπό κάποια μορφή συνεργασίας) εάν έχουν ακυρώσει πλήρως την διάθεση συνεργασίας η ανοχής – τουλάχιστο σ’ ένα βαθμό – των αριστερών κομμάτων με το να τους κολλήσουν την ετικέτα των «επικίνδυνων εξτρεμιστών». Αντίθέτως, όλοι μας πρέπει να είμεθα έτοιμοι να συμπράξομε – έστω και χαλαρά – μαζί τους μέσα στο ευρύτερο δημοκρατικό πλαίσιο και για να εδραιώσομε ακόμη καλύτερα το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Εκτός τούτου, αυτή η ετικέτα των «επικίνδυνων εξτρεμιστών» θα είναι και άδική μια και πολλοί που θα ξηφίσουν αριστερίζοντα ή φιλελεύθερα κόμματα δεν θα είναι ούτε αριστεροί ούτε εξτρεμισταί αλλά άνεργοι, πεινασμένοι ή αδικημένοι μικρό-αστοί, συνταξιούχοι, νέοι άνεργοι, ακόμη και … απογοητευμένοι νεοδημοκράται!
Αυτή είναι η μια μεριά του νομήσματος. Η άλλη είναι ότι σοβαρό μερίδιο της ευθύνης για μια βαθύτερη εθνική διχόνοια ανήκει την ίδια την Αριστερά, εφόσον, αντί να επιζητεί και αυτή τη συμφιλίωση ή τον εκσυγχρονισμό των ιδεών της, ενθαρρύνει την πολιτική σύγκρουση παρουσιάζοντας προγράμματα που, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη διατύπωσή τους, παραμένουν προσκολλημένα σε μια εντελώς παρωχημένη αριστερή ρητορική. Ακόμη και η Εκκλησία, πραγματικός στυλοβάτης της κοινωνίας μας, απειλείται καθημερινά από μέλη του αριστερού κόσμου (άλλα όχι μόνο), αντί να αντιμετωπίζεται, από κοινού με την ιστορία και τον πολιτισμό μας, ως σημείο αναφοράς για το τι ήμασταν, τι είμαστε, και τι θα μπορούσαμε κάποτε να γίνουμε.
Το ίδιο ισχύει για τον εθνικά αποκοδομητικό ρόλο που έπαιξαν αριστεροί συγγραφείς στην παραγωγή των νέων σχολικών εγχειριδίων του Δημοτικού σχολείου που εγράφησαν στη συνέχεια της απαράδεκτης συμφωνιάς Παπανδρεόυ-Τζέμ που κατέληξε – συχνά με Ελληνο-Κυπριακά χρήματα – στν εμφάνηση συγγραμμάτων που παρεποιήσαν τα δεινά του λαού και της Εκκλησίας μας κατά την διάρκεια της βάρβαρης τουρκοκράτιας και, αντιστρόφως, να ωραιοποιήσουν τους Ασιάτες κατακτητάς. Η προσπάθεια αυτή έτυχε ευρύτατης αποδοκιμασίας από διάφορα τμήματα της κοινωνίας μας και σήμερα πλέον φυτοζωεί παρα την υποστήρηξη οργανώσεων που πασχίζουν να κρατήσουν ζωντανό το θνήσκοντα Ευρωπαϊκό «Ατλαντισμό». Αναμφισβήτητα όμως συνέβαλλε και αυτή στην εθνική αποσύνθεση, η αποφορά της οποίας έχει ήδη αρχίσει να γίνεται δυσβάσταχτη!
Η συμφιλίωση λοιπόν είναι υποχρέωση όλων, δεξιών και αριστερών, για να υπάρξει η αναγκαία υποδομή για να ανακάμψει εθνικά και οικονομικά η βαρύτατα πάσχουσα πατρίδα μας. Καταδικάζομε λοιπόν όσους και όλους που δυσκολεύουν αυτή την πορεία, παρατείνοντας έτσι την κακουχία που πηγάζει από εθνικούς διχασμούς και κομματικούς φατριάσμους.
————————
Επί πέντε χρόνια, και μέσα από έξι βιβλία και περισσότερα από εκατό άρθρα, προσπάθησα να διαμορφώσω ένα νέο πρόγραμμα. Τα όσα έγραψα και είπα σκοπό είχαν, ασφαλώς, να λειτουργήσουν ως αφετηρία και μόνο για έναν νέο επικοδομητικό διάλογο· για έναν τρόπο επίτευξης του στόχου που είχε θέσει και ο κ. Καραμανλής το 2004, ήτοι της δημιουργίας ενός «νέου κράτους». Η προσπάθεια όμως αυτή απέτυχε. Για διαφορετικούς λόγους δεν θεωρώ ότι εγώ στάθηκα περισσότερο επιτυχημένος. Εντούτοις, η δική μου προγραμματική στοχοθεσία, αντίθετα με τη δική του, έχει δύο αιχμές, ενώ ο ίδιος μόνο μία προσπάθησε να επιδιώξει (και αυτήν όχι μέχρι τέλους).
Σε κοινωνικό επίπεδο, προέβαλα τον στόχο της «κοινωνικής συμφιλίωσης». Η επιδίωξη αυτού του στόχου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Τον διατύπωσα όμως με εντελώς νέο τρόπο, μια και μέχρι τώρα η συμφιλίωση και η συνεργασία νοούνταν μόνο στο πλαίσιο της «κομματικής συνεργασίας» – υποτίθεται, για το καλό της χώρας, αλλά στην πραγματικότητα μόνο για να παραμείνουν στην εξουσία τα δύο μεγάλα κόμματα.
Κατά την άποψή μου, απαιτείται άμεση και πλήρης αλλαγή της υφισταμένης νοοτροπίας, καθότι χρειαζόμαστε επειγόντως κοινωνική ειρήνη και συμφιλίωση, και όχι μια «ευκαιριακή κομματική» ανακωχή μέχρις ότου ο χρόνος επιτρέψει σε ένα από τα δύο κόμματα να πάρει και πάλι το πάνω χέρι!
Η συνετή προσπάθεια που κάνω, όχι μόνο δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί στην πράξη, αλλά δεν έχει καν εξεταστεί ως πρόταση, εφόσον και η Δεξιά και η Αριστερά πάντα τρέφονται από τις πολιτικές συγκρούσεις, ενώ τα ΜΜΕ εξακολουθούν να προτιμούν ως τακτική τις γενικές ταμπέλες και τις ολοκληρωτικές – αν όχι και συκοφαντικές – απορρίψεις οποιασδήποτε ιδέας και οποιουδήποτε ανθρώπου θεωρούν ότι δεν στηρίζει τα συμφέροντά τους. Με σκοπό να μειώσω τις εντάσεις που επικρατούν σε αυτό το επίπεδο, έγραψα πρόσφατα στο Αντίβαρο τις ακόλουθες παρατηρήσεις, τις οποίες θεωρώ ότι αξίζει να επαναλάβω κατά λέξη:
Η θεραπεία που προτείνω … στηρίζεται στην ιδέα ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο όλοι οι πολίτες –δεν αναφέρομαι καν στους εξ ορισμού εγωκεντρικούς πολιτικούς- πρέπει να δεχθούν, έστω και αν δεν τους ικανοποιεί όλους εκατό τοις εκατό.
Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να γίνει εφόσον όλοι πάρουμε κάτι και δώσουμε κάτι: βασιλείς και στρατιώτες, πλούσιοι ή πένητες, εργοδότες ή εργαζόμενοι, συνδικαλιστές ή απλά μέλη συνδικάτων, αστυνόμοι και διαδηλωτές - όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν συμφέρον να επιτύχει αυτή η προσπάθεια. Σε αυτή την υπαρξιακή μάχη, πρέπει να ερωτηθούν οι πάντες, ακόμη και οι νομοταγείς αναρχικοί, και, ει δυνατόν, να συμφωνήσουν!
Έτσι, η άμεση λήψη των μέτρων που ανέφερα ενδεικτικά πρέπει να συνδυαστεί με:
(α) τη συνειδητή απόφαση όλων των Ελλήνων πολιτών να μην προβαίνουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες επί ένα ορισμένο διάστημα, ώστε να μπορέσουν τα νέα μέτρα να τελεσφορήσουν·
(β) την προθυμία των πιο ευκατάστατων πολιτών να προστατεύσουν από τον οικονομικό πόνο τούς λιγότερο τυχερούς·
(γ) την απόφαση των εργαζομένων και των συνδικάτων τους -που οφείλουν να απελευθερωθούν από τις κομματικές κηδεμονίες- να επιτρέψουν την αναδόμηση του κράτους, να δουλέψουν συνειδητά για τη συλλογή των φόρων, να συμπράξουν με κάθε τρόπο στη μείωση της γραφειοκρατίας προκειμένου η χώρα να προσελκύσει νέες επενδύσεις.
Όλα αυτά πρέπει να γίνουν με απώτερο σκοπό να επανέλθουμε σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και, επιπλέον, να πείσουμε τους ξένους ότι έχει γίνει μια πραγματικά νέα αρχή, η οποία, αργά, κοπιαστικά αλλά με βεβαιότητα, θα επαναφέρει τη χώρα μας σε θέση οικονομικής ανταγωνιστικότητας.
Αυτή η αναδόμηση πιθανότατα θα απαιτήσει τη συνέχιση της εξυγίανσης και της σμίκρυνσης του δημόσιου τομέα, αλλά και την απόλυση όσων δεν εργάζονται επειδή οφείλουν τις θέσεις τους αποκλειστικά και μόνο σε κομματικούς διορισμούς και εξυπηρετήσεις.
Επειδή αυτά τα μέτρα δεν θα είναι εύκολα, θα πρέπει να ληφθούν κατά «έξυπνο» τρόπο, που σκοπό θα έχει να μετριάσει των πόνο των πολιτών που θα τα υποστούν. Να αποφευχθούν, όμως, ΔΕΝ είναι δυνατόν. Πιστεύω, ωστόσο, ότι θα γίνουν αποδεκτές οι σχετικές αποφάσεις από τους περισσότερους από εμάς, ιδίως εάν εφαρμοστούν αφού πρώτα αποκατασταθούν διάφορες κατάφωρες αδικίες – π.χ. αφού οι διαπιστωμένοι μεγαλοοφείλετες του δημοσίου υποχρεωθούν να πληρώσουν τους τεράστιους φόρους που οφείλουν.
Θα μου πείτε: «Κλείνει έτσι η μαύρη τρύπα των εσόδων;» Η απάντηση είναι: «Όχι, βεβαίως». Εντούτοις, μια τέτοια κίνηση θα καθιστούσε πιο εύκολη την εφαρμογή της λιτότητας, γιατί θα έπειθε τους θιγόμενους πολίτες ότι δεν θα μπαίνουν πάντα οι ίδιοι στο στόχαστρο για να προφυλάξουν τους πολυπροστατευμένους τραπεζίτες, ξένους και δικούς μας, οι οποίοι τον τελευταίο καρό έχουν γίνει τα «αγαπημένα παιδιά» του κράτους!
Επανέρχομαι λοιπόν στην απόλυτη ανάγκη για μια ευρεία συναίνεση -και όχι για έξωθεν επιβεβλημένες υποχρεώσεις-, μια συναίνεση βασισμένη στην ισοκατανομή των βαρών, προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι θα αποφευχθούν οι εσωτερικές κοινωνικές αναταραχές και θα μειωθούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, οι σοβαροί κίνδυνοι του πληθωρισμού που συνοδεύουν κάθε υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος και πηγάζουν από την πίεση να αναπληρωθούν αμέσως οι απώλειες από την υποτίμηση.
Εν ολίγοις, έμφαση πρέπει να δοθεί όχι μόνο στην αποκατάσταση αδικιών αλλά και στη συγκράτηση των τιμών και στη δημιουργία όλων εκείνων των θεμελίων που θα πείσουν τους απλήρωτους πιστωτές μας -διότι θα έχουμε πολλούς ξένους που θα υπάγονται σε αυτή την κατηγορία, μια και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε χωρίς να αποτινάξουμε το χρέος μας- ότι μια μέρα θα είμαστε και πάλι αρκετά ελκυστικοί ώστε να σκεφτούν την πιθανότητα νέων επενδύσεων στη χώρα μας.
——————————–
Η δεύτερη αιχμή του πολιτικού προγράμματος που πρότεινα ήταν η ανανέωση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής μας. Όπως προείπα, ο κ. Καραμανλής κινήθηκε εν μέρει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά, δεχόμενος ίσως απειλές, εγκατάλειψε την αξιέπαινη αυτή προσπάθεια.
Προσωπικά ουδέποτε ήμουν κατά της Αμερικής, και επ’ ουδενί κατά της Ευρώπης, μια και ειδικά η δεύτερη αυτή ήπειρος και η κουλτούρα της αποτελούσαν ανέκαθεν τα κεντρικά θέματα που προώθησα καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου μου. Το τονίζω αυτό, όχι, προφανώς, επειδή θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά επειδή θέλω να δείξω πόσο ανενημέρωτοι και προκατειλημμένοι είναι αρκετοί από τους επικριτές μου, οι οποίοι, αγνοώντας το έργο της ζωής μου και τον σχεδόν Ευρωπαϊκό έπαινο που έχει τύχει, έχουν το θράσος να με κατηγορούν ως… αντιευρωπαίο!
Παρ’ όλα αυτά, οι εμπειρίες μου στην Αμερική και την Ευρώπη ποτέ δεν με εμπόδισαν να ασκήσω εποικοδομητική κριτική και στους δύο αυτούς κόσμους (πρακτική, άλλωστε, την οποία ασκούν και οι ίδιοι οι πολίτες τους) για διάφορα ελαττώματα, για εσφαλμένες πολιτικές, καθώς και για περιπτώσεις απληστίας και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η βαθιά μου αγάπη και αφοσίωση σε ορισμένες χώρες ποτέ δεν με εμπόδισε να επισημάνω τα λάθη τους και να τους ασκήσω κριτική, κάθε φορά που θεωρούσα ότι όφειλαν να προβούν σε διορθωτικές κινήσεις.
Έτσι, έχοντας την πεποίθηση ότι καθετί ευρωπαϊκό ή αμερικανικό δεν είναι αυτομάτως και τέλειο, και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι ούτε οι Ευρωπαίοι ούτε οι Αμερικανοί έχουν στηρίξει με συνέπεια τα ελληνικά συμφέροντα, έχω ταχθεί εδώ και καιρό υπέρ της άσκησης μιας πολυγαμικής εξωτερικής πολιτικής.
Η πεποίθηση αυτή, που παραμένει ακλόνητη μέσα μου, στηρίζεται στην επίγνωση του γεγονότος ότι μπορούμε να βρούμε και άλλες χώρες – τη Ρωσία και την Κίνα, για παράδειγμα – οι οποίες μπορούν να πειστούν να μας βοηθήσουν ταυτόχρονα με τους παραδοσιακούς συμμάχους μας. Αποτελεί απλώς ένδειξη στενότητας πνεύματος και προκατάληψης να αποκλείει κανείς εκ των προτέρων αυτό το ενδεχόμενο και να το θεωρεί ανέφικτο, χωρίς τουλάχιστον να έχει κάνει μια ουσιαστική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.
Το πώς μπορεί να γίνει αυτό έχει αναπτυχθεί πολλές φορές τόσο από εμένα όσο και από διάφορους άλλους συγγραφείς. Θα πρόσθετα όμως ότι όσοι επιθυμούν να εξετάσουν σε βάθος τις συγκεκριμένες ιδέες καλά θα έκαναν να διαβάσουν με περισσότερη προσοχή τα λεπτομερώς τεκμηριωμένα κείμενά μου.
Οφείλουν επίσης να αναλογιστούν προσεκτικά τις αρχικές προσπάθειες που κατέβαλε ο κ. Καραμανλής και να διερωτηθούν γιατί έκανε πίσω τόσο ξαφνικά. Αν αυτή η αποτυχία οφειλόταν σε πιέσεις από «ξένους φίλους» μας, τότε θα πρέπει και αυτό το γεγονός να αναλυθεί δεόντως και να συναχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα.
Η τάση όμως των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών να μη διανοούνται καν την πιθανότητα επίσκεψης στη Μόσχα αν πρώτα δεν το συζητήσουν με την Αμερικανική Πρεσβεία αποτελεί εκδήλωση μιας μορφής αποικιοκρατίας 19ου (ούτε καν 20ού!) αιώνα. Μπορούν οι Έλληνες να ανεχθούν τέτοια υποτακτικότητα; Προσωπικά, ούτε μπορώ και ούτε πρόκειται να την ανεχθώ ποτέ!
Η λήψη και η υλοποίηση νέων πρωτοβουλιών θα μπορούσαν να αποβούν ιδιαίτερα χρήσιμες ως προς δύο βασικά σημεία των εξωτερικών και διεθνών οικονομικών σχέσεών μας.
Το πρώτο καθίσταται σαφές άπαξ και αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τις περιοριστικές συνέπειες του Μνημονίου 2, τους όρους του οποίου θέλουν να επαναδιαπραγματευθούν όλα σχεδόν τα κόμματα. Προφανώς, θα είναι δύσκολο κάτι τέτοιο. Εντούτοις, η απόκτηση νέων δεσμών με μεγάλες δυνάμεις, πέραν του παραδοσιακού κύκλου σχέσεών μας, δεν θα είναι απλώς επωφελής αυτή καθ’ εαυτήν· θα μας προσφέρει παράλληλα τη δυνατότητα επιρροής στο πλαίσιο της επαναδιαπραγμάτευσης των επαχθέστατων υποχρεώσεων στις οποίες μας έχει οδηγήσει το Μνημόνιο 2. Και τούτο, διότι συχνά οι «εταίροι» ανταποκρίνονται πιο πρόθυμα σε νέα δεδομένα που διευρύνουν τις επιλογές του συν-εταίρου τους, και όχι επειδή αίφνης αισθάνονται συμπάθεια για αυτόν.
Το δεύτερο ζήτημα είναι η προστασία των εδαφικών και οικονομικών συμφερόντων μας στη Μακεδονία και στη Θράκη, καθώς και τα δικαιώματά μας στους υποθαλάσσιους πόρους μας. Ορισμένοι συγγραφείς, όπως ο Καθηγητής Θεόδωρος Καρυώτης – οικονομολόγος κατ’ επαγγέλμα – επιχειρηματολογούν (ορθώς) με ανεξάντλητη υπομονή υπέρ της άσκησης αυτών των δικαιωμάτων εδώ και δεκαετίες!
Σ΄αυτόν το αγώνα προσωπικά, μαζί με άλλους σχολιαστές, συνέβαλα δια της τηλεοράσεως στην επικέντρωση της προσοχής του κοινού στο συγκεκριμένο θέμα πριν από τρία περίπου χρόνια, μόνο και μόνο για να δω τα επιχειρήματά μου να παραμερίζονται με το αιτιολογικό ότι οι εν λόγω διεκδικήσεις ήταν ανούσιοι ισχυρισμοί μια και η χώρα… δεν διέθετε σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου – αμφιβολία που ακόμη και τον Οκτώβριο του 2011 διετύπωνε το ΕΛΙΑΜΕΠ.
Σήμερα, που όλοι ξέρουν ότι η χώρα μας διαθέτει πράγματι τέτοια κοιτάσματα, το όλο ζήτημα πρόκειται να πάρει – πρέπει να πάρει – νέα μορφή. Και πάλι, όμως, κανείς δεν δείχνει να κατανοεί τη νέα έμφαση που πρέπει να δώσουμε στο όλο ζήτημα εάν θέλουμε να έχουμε αποτελέσματα αντί να επαναλμβάνομε γενικές ιδέες που είναι ήδη γνωστές.
Πράγματι, στο εξής, οι συζητήσεις πρέπει να γίνουν πολιτικές: να προσανατολιστούν στην επιδίωξη ενός πολιτικού συμβιβασμού μέσα στο πλαίσιο που μας παρέχει το διεθνές δίκαιο αλλά και τα ενδεχόμενα δίκαια δικαιώματα της Τουρκίας.
Αυτή η αλλαγή θα στεφθεί με επιτυχία μόνον: (α) εφόσον η έμφασή μας μετατοπιστεί από τις γενικόλογες (και επαναλαμβανόμενες) θέσεις και συζητήσεις για το κείμενο της Σύμβασης περί Δικαίου της Θαλάσσης προς τον τρόπο κατά τον οποίο το έχουν εφαρμόσει στην πράξη οι σχετικές νομικές αποφάσεις· και (β) εφόσον αυτή η αξιολογική εξέταση του νομικού υλικού συνδυαστεί με τεχνικές αναλύσεις (σαν και αυτές που κάνει ο κ. Νικος Λυγερός) σχετικά με το πώς μπορούν να περιγραφούν γεωγραφικά οι περιοχές όπου υπάρχουν τα αντίστοιχα δικαιώματά μας.
Τότε, και μόνον τότε, μια ανανεωμένη διπλωματία μας θα περάσει σε πλήρη δράση και, με τη βοήθεια νέων συμμάχων, θα αναδείξει έναν συναινετικό και όχι έξωθεν επιβεβλημένο πολιτικό συμβιβασμό. Εν ολίγοις, απαιτείται και ως προς αυτό το σημείο μια σημαντική αλλαγή έμφασης – από τη γενική και γνώριμη, ως ετόνισα, πλέον εικόνα προς μια περισσότερο νομική αλλά και επίμονη τάση προς έναν βιώσιμο πολιτικό συμβιβασμό.
—————————–
Κατά τη γνώμη μου, όλες οι ανωτέρω προτάσεις θα ευοδωθούν όταν προβούμε στις προαναφερθείσες αλλαγές ως προς τον τρόπο σκέψης μας. Και μόνη η λέξη «όταν», όμως, δείχνει ότι δεν έχει ακόμη έλθει η κατάλληλη η στιγμή για να επιδιωχθούν στην πράξη οι προγραμματικοί στόχοι μου, έστω και αν πολλοί από τους ‘παθιασμένους’ επικριτές μου δείχνουν πλέον να κινούνται αργά προς τις κατευθύνσεις που προβάλλω εδώ και αρκετό καιρό.
Οφείλουμε ωστόσο να καλύψουμε περισσότερο έδαφος. Διότι τα κατεστημένα συμφέροντα – κομματικά, δημοσιογραφικά, τραπεκητικά – που προανέφερα παραμένουν ακόμη στα οχυρά τους. Και δεδομένου ότι διαισθάνονται πως το τέλος τους πλησιάζει, προβλέπω ότι, για αυτόν τον λόγο και εξαιτίας αυτής της νοοτροπίας (και της παράλογης προσκόλλησης σε μια τελείως παρωχημένη εξωτερική πολιτική), οι επικείμενες εκλογές πρόκειται να αποτελέσουν ένα από τα πιο βρόμικα, ανειλικρινή, βάναυσα και άτιμα παραδείγματα εκλογών που έχει δει ο πολιτικός κόσμος στη σύγχρονη εποχή.
Επανέρχομαι, έτσι, στο θέμα της de facto περιορισμένης δημοκρατίας. Θα ασκήσει άραγε ο λαός μας το ένα και μόνο ουσιαστικό πολιτικό του δικαίωμα που έχει και αυτό ΜΟΝΟ κάθε δύο ή τρία χρόνια, δηλαδή να αποδοκιμάσει (ή τιμήσει) τους εκπροσώπους του; Ή μήπως, για άλλη μία φορά, θα υποκύψει στις δωροδοκίες, τους πειρασμούς, τις υπεραπλουστεύσεις της σύγχρονης δημοσιογραφίας, τις προσωπικές υποσχέσεις που θα του γίνουν αλλά ακόμη και την απάθεια που φέρνει η απογοήτευση και, ως συνήθως, ‘επιτρέψει’ στους υπαιτίους – δεν καταδικάζομε όλους – των δεινών του να παραμείνουν στην εξουσία;
Ασφαλώς, είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης να επιλέγει πάντα την οδό της μικρότερης αντίστασης και, ως εκ τούτου, μπορεί να μη δοθεί καμία προσοχή στην έκκλησή μου για οργανωμένη και αποφασισμένη αρνητική ψήφο των υπεύθυνων αστών. Ωστόσο, οι Έλληνες ενίοτε ξυπνούν και στέκονται σε εκπληκτικά ύψη γενναιότητας, αυτοθυσίας, ευφυίας, και τότε κάνουν το καθήκον τους προς την πατρίδα. Κατά την προσωπική μου άποψη λοιπόν ο ελληνικός λαός οφείλει να «μαυρίσει» όλους τους υπουργούς των τελευταίων δέκα χρόνων που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καταστροφή μας στον οικονομικό και εξωτερικό χώρο.
Έτσι, δεδομένου ότι πολλά από τα φημολογούμενα αδικήματα των τελευταίων χρόνων έχουν παραμείνει ατιμώρητα, μεγάλο μέρος του πόνου στον οποίο έχει υποβληθεί ο λαός μας μπορεί εν μέρει να ανακουφιστεί μόνον εάν στην επόμενη Βουλή καταψηφιστούν και απομακρυνθούν ένα σημαντικό ποσοστό από τους σημερινούς βουλευτές, και ειδικά όσοι κατείχαν ανώτερα αξιώματα συνδεόμενα με την διαχείρηση των οικονομικών και εξωτερικών υποθέσεων της χώρας μας.
Δεδομένου ότι τα ΜΜΕ θα αποσιωπήσουν αυτή την έκκληση, δεν μπορώ παρά να στηριχθώ στα blogs και σε άλλες σύγχρονες μορφές επικοινωνίας και ειδησεογραφίας, για να στείλω αυτό το μήνυμα με τον πιο σαφή και ηχηρό τρόπο. Θα μεταβληθεί κυριολεκτικά και πρός το καλύτερο το πολιτκό μας τοπίο αν αυτή η έκκληση εισακουσθεί!
Αυτός είναι ο τρόπος που προσωπικά αντιλαμβάνομαι τη σημερινή κρίση, και αυτό είναι το μοναδικό φάρμακο άμεσης δράσης που διαθέτουν οι συμπατριώτες μου.
—————————
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, τώρα να στραφώ σε μερικές ευρύτερες ιδέες, τις οποίες προσωπικά θα είχα δοκιμάσει να προωθήσω σε μια εποχή που θα επέτρεπε τον ειλικρινή και ανοικτό διάλογο – πράγμα που αίναι αδύνατο στη σημερινή εποχή επιστημονικής παραπληροφόρησης.
Ιδού λοιπόν μερικές προτάσεις, επιλεγμένες ενδεικτικά, οι οποίες αναπτύσσουν τον διάλογο ακόμη περισσότερο από τα βιβλία μου και το πρόσφατο δοκίμιό μου στο Αντίβαρο, προορισμένες καθώς είναι για μια μελλοντική εποχή, όπου – ελπίζω – θα υπάρξει ξανά η δυνατότητα σοβαρού πολιτικού αναστοχασμού μια και τα κυρίαρχα κατεστημένα θα έχουν πλέον τότε ανατραπεί!
Πρώτη στον κατάλογο των επιτακτικών αναγκαιοτήτων για τη χώρα μας είναι η προσπάθεια να επιτύχουμε την κοινωνική συμφιλίωση με τον τρόπο που περιέγραψα αδρομερώς προηγουμένως.
Δεύτερη είναι η ανάγκη να εγκύψουμε αποφασιστικά στο ζήτημα της αμετάβλητης εξωτερικής πολιτικής μας και να τη σχεδιάσουμε κατά τρόπο που όχι μόνο θα προσφέρει καλύτερη φυσική προστασία σε μια χώρα που πλήττεται τραγικά από την οικονομική κρίση, αλλά θα μας δώσει και κάποια διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα αν θέλουμε να ξανασυζητήσουμε με τους φαινομενικά ακλόνητους και ανυποχώρητους Ευρωπαίους και Αμερικανούς, με σκοπό να επιτύχουμε νέους συμβιβασμούς. Έχω ήδη εξετάσει κάποιες νέες πτυχές αυτής της προσπάθειας, οπότε δεν θα αφιερώσω εδώ περισσότερο χώρο.
Τρίτον: πολλοί πανεπιστημιακοί μας συνωστίζονται σήμερα στις παρυφές της ελληνικής πολιτικής σκηνής, κάνουν τηλεοπτικές εμφανίσεις, εκφωνούν ομιλίες, οργανώνουν δημόσιες συζητήσεις, απειλούν να δημιουργήσουν νέα πολιτικά κόμματα. Πρόκειται αναμφίβολα για έξυπνους ανθρώπους. Οι περισσότεροι όμως στερούνται πολιτικού ενστίκτου και πείρας.
Όντως, πόσοι από αυτούς γνωρίζουν πώς να εξασφαλίζουν χρηματοδοτήσεις; Πόσοι έχουν οργανώσει εκλογές; Πόσοι έχουν βιώσει τον εφιάλτη της κατάρτισης εκλογικών καταλόγων και της συμφιλίωσης των εσωκομματικών αντιπάλων; Πόσοι μπορούν έστω και να διανοηθούν πόσο δύσκολο είναι να ορίζει κανείς εκλογικούς αντιπροσώπους, να στελεχώνει γραφεία σε πανελλαδικό επίπεδο, να τυπώνει εκατομμύρια ψηφοδέλτια, και συγχρόνως να φροντίζει ώστε πάντα να βρίσκεται στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή; Οι πρώτες εκλογές που μπορώ να θυμηθώ λεπτομερώς ήταν το 1951· έκτοτε, έχω ζήσει τουλάχιστον άλλες δώδεκα, συνειδητοποιώντας όλο και πιο έντονα το μέγεθος αυτών των πρακτικών προβλημάτων.
Άραγε όμως είναι καθόλου καλύτεροι αυτοί οι πανεπιστημιακοί – αλλά και τα κόμματα – όταν διοργανώνουν και συμμετέχουν σε ομάδες ατέρμονων συζητήσεων; Αρκεί να σκεφτούμε τον τεράστιο κατάλογο με τις συνταγματικές τροπολογίες που θέλουν να περάσουν στην επόμενη, ιδεατή, Βουλή τους για να καταλείξομε στο συμπέρασμα πως «όχι»!. Νομίζουν, στ’ αλήθεια, ότι μπορεί/θα έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο σε μια στιγμή που μαίνονται τόσο πολλές και τόσο σοβαρές κρίσεις οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής;
Κατά τη γνώμη μου, οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε, σε πρώτη φάση, να περιοριστούν σε ευάριθμα επείγοντα προβλήματα, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να δίνουμε το πράσινο φως σε ξένες επενδύσεις χωρίς το Συμβούλιο της Επικρατείας να μπορεί να μπλοκάρει αυτά τα σχέδια με την παραμικρή αφορμή και επί μακρό διάστημα.
Έτσι, τα περιβαλλοντικά ζητήματα, που μνημονεύονται συχνότερα ως αφορμές, μπορούν εύκολα να προκαλέσουν νομικές δυσκολίες, καθότι πολλά από αυτά δικαίως θεωρούνται άκρως σημαντικά για το μέλλον μας. Επί του παρόντος, όμως, είναι αδήριτη ανάγκη να επιταχύνουμε και να απλοποιήσουμε τη διαδικασία της προσέλκυσης ξένων επενδυτικών κεφαλαίων προκειμένου να ξεκινήσουν έργα μεγάλης κλίμακας. Έτσι, με τη προκαταρτική συμβουλή των ανώτατων δικαστών που εκδίδουν τις αποφάσεις για αυτές τις υποθέσεις, πρέπει να πρέπει να προσπαθησομε να διαμορφώσομε ένα ρεαλιστικό modus vivendi σ’ αυτό το φλέγον θέμα.
Η επόμενη επιτακτική ανάγκη, πάντα στο συνταγματικό πλαίσιο, είναι η διαμόρφωση ενός νέου καθεστώτος ως προς τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων – ο καθορισμός μιας νέας σειράς κανόνων που θα εξασφαλίζουν μεν θεμιτή προστασία από τις πολιτικές παρεμβάσεις, αλλά όχι και απεριόριστη εργασιακή ασφάλεια για όλους όσοι δεν δουλεύουν ή δουλεύουν ανεπαρκώς.
Είναι δύσκολη η εξεύρεση της σωστής ισορροπίας και στις δύο αυτές περιπτώσεις. Πρόκειται όμως για επείγοντα ζητήματα, σχετικά με τα οποία πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πολύ σοβαρά και να διαμορφώσουμε ένα αποτελεσματικό χρονοδιάγραμμα για την ταχύτερη δυνατή διευθέτησή τους. Υπάρχουν πράγματι πάρα πολλά θέματα στη συνταγματική ατζέντα μας, αλλά, αν θέλουμε να επιτύχουμε κάτι, θα πρέπει απλώς να θέσουμε όλα αυτά τα θέματα σε σειρά προτεραιότητας.
Τέταρτον: οι (ελάχιστοι) πολιτικοί που σκέφτονται μακροπρόθεσμα θα πρέπει να αρχίσουν να εξετάζουν πώς θα δομήσουν τη σημερινή ασχεδίαστη εγκατάλειψη των μεγαλύτερων πόλεων, όπως είναι η Αθήνα, εγκαινιάζοντας ίσως ένα πρόγραμμα κυβερνητικής αποκέντρωσης, το οποίο μπορεί να δώσει νέα ζωή στην επαρχία, και ειδικά στις πιο ευαίσθητες πολιτικά περιοχές.
Έτσι, η μεταφορά π.χ. του Υπουργείου Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη θα έστελνε ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα τοποθετώντας την καρδιά των πολιτιστικών δραστηριοτήτων μας σε μια περιοχή της Ελλάδας η οποία αξίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής και πολιτιστικής μας ζωής όσο και η Αθήνα. Θα μπορούσε επίσης να δημιουργηθεί ένα Υπουργείο Θρακικών Υποθέσεων, με έδρα την Ξάνθη ή την Κομοτηνή, το οποίο θα ήταν επιφορτισμένο με το είδος των λεπτομερών προγραμμάτων ανανέωσης που περιέγραψα σε σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου μου Η Ελλάδα των Κρίσεων και το οποίο θα είχε στόχο να δώσει ίσα και ουσιαστικά προνόμια σε όλους τους Έλληνες, ασχέτως αν αυτοί είναι χριστιανοί, Πομάκοι, τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι ή Ρομά.
Πέμπτον: θα πρέπει να επικεντρωθούμε στη δημιουργία μιας πλήρως εκσυγχρονισμένης παιδείας, με στόχο την ανάπτυξη μιας βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας, και να σταματήσουμε να δαπανούμε τους πόρους μας στον αέναο πολλαπλασιασμό σχολών Νομικής, Θεολογίας, Οικονομικών και Αρχαιολογίας. Δεν υποστηρίζω ότι οι σχολές αυτές πρέπει να καταργηθούν. Τάσσομαι απλώς κατά του άσκοπου πολλαπλασιασμού σχολών και αποφοίτων οι οποίοι απλώς αδυνατούν στη συνέχεια να βρουν δουλειά. Τάσσομαι επίσης υπέρ της μεταφοράς πόρων σε έναν τομέα τον οποίο ένας πολύ γνωστός Καθηγητής του Χάρβαρντ, ο Ricardo Hausmann – στο βιβλίο του The Atlas of Economic Complexity – έχει ονομάσει «παραγωγική γνώση».
Το βιβλίο και η θεωρία του Καθηγητή Hausmann αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Από όσο μάλιστα είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν έχουν μέχρι τώρα προσελκύσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον των Ελλήνων (εκτός από το φίλο μου Νίκο Ξυδάκη). Η κεντρική θέση της θεωρίας του δεν είναι διόλου περίπλοκη, και το στοιχείο αυτό την καθιστά ακόμη πιο ελκυστική.
Η μάχη για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δεν θα έπρεπε να εστιαστεί αποκλειστικά και μόνο στα αντίστοιχα πλεονεκτήματα των δημοσιονομικών ή κεϋνσιανικών μέτρων – λ.χ. της αύξησης των φόρων, της μεγαλύτερης περικοπής των δαπανών, του περιορισμού των χρεών σε αντιδιαστολή με την ανάπτυξη και τις μειώσεις των φόρων, – αλλά στην ανάπτυξη της «παραγωγικής γνώσης». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Καθηγητή Hausmann, «μια χώρα με υψηλό επίπεδο «παραγωγικής γνώσης» είναι μια χώρα που εξάγει πολλά και διαφορετικά προϊόντα και όπου η παραγωγή αυτών των προϊόντων αποτελεί σύνθετη διαδικασία. Η «παραγωγική γνώση» προδιαγράφει πόσο πλούσια θα είναι μια χώρα και άρα πόσο γρήγορα θα αναπτυχθεί».
Οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, το Ισραήλ ή, στην ευρωπαϊκή σκηνή, η Ιρλανδία είναι χώρες που έχουν κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ιρλανδία, μάλιστα, έχει επίσης να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο οικονομικό φορτίο, αλλά έχει κινηθεί ταχύτερα προς ένα πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών «χάρις στη γνωσιακή βάση του ανταγωνιστικού εξαγωγικού τομέα της». Με άλλα λόγια, η Ιρλανδία έχει ό,τι χρειάζεται για να γίνει τόσο πλούσια όσο είναι τώρα – παρά τις σημερινές δυσκολίες της – ενώ η Ελλάδα βρίσκεται σχεδόν στο τέλος του καταλόγου των 128 χωρών που εξετάζει στο βιβλίο του ο Ricardo Hausmann.
Ας σκεφτούμε λίγο καλύτερα αυτές τις ιδέες, αν μη τι άλλο επειδή είναι νέες, πρωτότυπες, και μας δείχνουν έναν εναλλακτικό δρόμο μακριά από το αδιέξοδο των καθημερινών λογομαχιών μας. Ας πάρουμε, φέρ’ ειπείν, τη μισή έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και ας τη μετατρέψουμε σε ένα είδος Silicon Valley. Ας ψηφίσουμε φορολογικούς νόμους ευνοϊκούς για τους επενδυτές. Ας προσελκύσουμε στη χώρα μας παιδιά-θαύματα από το εξωτερικό, μετριάζοντας ίσως τους νόμους περί μετανάστευσης, υπό τον όρο βεβαίως ότι δεν θα πρόκειται απλώς για μετανάστες αλλά για πραγματικές μεγαλοφυίες. Ας διαμορφώσουμε μια γεωγραφική γειτνήασια που να επιτρέπει τη τακτική και γόνιμη διασταύρωση των ιδεών, και ας μεταρρυθμίσουμε τους νόμους περί πνευματικών δικαιωμάτων και συναφών θεμάτων, προκειμένου να επισπεύσουμε τον μετασχηματισμό των νέων ιδεών σε επιτυχημένες ευρεσιτεχνίες.
Αυτός είναι ο τρόπος για να ενισχύσουμε τις εξαγωγές. Αυτός είναι ο τρόπος για να διαμορφώσουμε σταδιακά μια ελληνική οικονομία η οποία θα κατασκευάζει μηχανές, ηλεκτρονικές συσκευές, χημικά προϊόντα, και δεν θα στηρίζεται στην εξαγωγή… αγροτικών προϊόντων. Και, για να προλάβω τους κακεντρεχείς επικριτές, επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσω πως δεν είμαι εναντίον αυτού του είδους εξαγωγών, κυρίως δε εάν η μεταφορά τους στο εξωτερικό γίνει πιο ανταγωνιστική από ό,τι είναι σήμερα. Ισχυρίζομαι απλώς ότι αυτό το είδος τοπικής παραγωγής δεν πρόκειται να κάνει ποτέ ισχυρή την εξαγωγική βιομηχανία μας!
—————————-
Στο κείμενο αυτό παρουσιάσα μερικές ιδέες μου ενδεικτικά, θεωρώντας ότι αναφέρονται στο είδος των θεμάτων που αξίζει να εξεταστούν διεξοδικότερα όταν η οικονομική ένταση θα έχει, κάπως, καταλαγιάσει, και θα έχει διαμορφωθεί ένα πιο εποικοδομητικό πολιτικό κλίμα αντί του σύγχρονου κομματικού φανατισμού. Και με τον κίνδυνο να γίνω κουραστικός, θα επαναλάβω ακόμη μια φορά την προσωπική μου άποψη – ότι το πολιτικό κλίμα δεν πρόκειται να εξυγιανθεί όσο οι άνθρωποι που μας εξώθησαν στο χείλος της αβύσσου εξακολουθούν να ασκούν εξουσία μέσα από τα τηλεοπτικά τους κανάλια, τα πορτοφόλια τους και τα πολιτικά τους δίκτυα.
Μπορώ, λοιπόν, τώρα, να παρουσιάσω τα γενικά μου συμπεράσματα κατά τον απλούστερο και σαφέστερο τρόπο.
Πρώτον: το αν θα πέσουμε τελικά στον γκρεμό θα καθοριστεί, σε πρώτη φάση, από τις ερχόμενες εκλογές αν δεν οδηγήσουν στην ήττα του παλαιού κόσμου των παρωχημένων κατεστημένων, έναν κόσμο που πρέπει να εξαφανιστεί τάχιστα!
Δεύτερον: η σωτηρία θα εμφανιστεί στην επόμενη εκλογική φάση, η οποία μπορεί να έλθει πολύ πιο γρήγορα από όσο πιστεύουμε.
Μέχρι τότε, όμως, οφείλουμε να δώσουμε τη δέουσα σημασία όχι απλώς στην απαισιόδοξη αποτίμηση των στοιχείων του χαρακτήρα μας, αλλά και στην τεράστια αισιοδοξία που απορρέει από κάθε μας προσπάθεια να σκεφτόμαστε διαφορετικά, να είμαστε ευφάνταστοι, να είμαστε πρωτότυποι και να μην αναλίσκουμε τα ταλέντα και τις δυνάμεις μας στην καταστροφολογία και τις συκοφαντίες!
Η χώρα μας βιώνει μια πρωτοφανή κρίση. Παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις που ακούμε συχνά από τον πρωθυπουργό αλλά και από όλα τα κυβερνητικά στελέχη, θεωρώ ότι όλοι τους ξέρουν καλά ότι δεν λένε όλη την αλήθεια στον λαό. Αυτό ισχύει και για τις πρόσφατες ανακοινώσεις σχετικά με τις υποτιθέμενες θετικές συνέπειες της εφαρμογής του PSI, το οποίο οι αγορές, αν μη τι άλλο, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν με την αισιοδοξία που εκφράζει ο Έλληνας πρωθυπουργός (βλ. The Times, 20 Μαρτίου 2012, σ. 50).
Η Ελλάδα λοιπόν βρίσκεται σε κρισιμότατη κατάσταση, η οποία, σύμφωνα με πολλούς ξένους παρατηρητές και αξιωματούχους, είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθεί. Η ύφεση, που άγγιζε το 7,5% το τελευταίο τρίμηνο του 2011 και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα παραμείνει στο 4-5% (αν όχι και περισσότερο) στη χρονιά που διανύουμε. Η ανεργία αναμφισβήτητα θα αυξηθεί. Το κόστος ζωής, ομοίως, θα ανέβει. Τα εισοδήματα των πολιτών, από την άλλη πλευρά, θα μειωθούν δραστικά. Οι συντάξεις έχουν σχεδόν μηδενισθεί και ως μοντέλο βιωτικού επιπέδου οι Ευρωπαίοι φίλοι μας μας επιβάλλουν αυτό της Βουλγαρίας ή και της Ρουμανίας, λύση που χαροποιεί μερικούς επιχειρηματίες μας! Η αγορά θα στεγνώσει από ρευστό. Μόνον οι τράπεζες θα καταφέρουν να ανακεφαλαιοποιηθούν έχοντας παντού στον κόσμο μεταβληθεί στο ασθενέστατο σημείο το σύγχρονου καπιταλισμού. Έτσι, τα όποια κονδύλια βρεθούν για δημόσια έργα θα κάνουν – κυρίως – ακόμη πλουσιότερους ορισμένους πλούσιους επιχειρηματίες, οι οποίοι, απλώς, θα εκμεταλλευθούν την εργασία ενός απίστευτα κακοπληρωμένου εργατικού δυναμικού.
Επιπλέον, όμως, όπως και οι περισσότεροι ξένοι σχολιαστές, προσωπικά δεν έχω πειστεί ότι η κυβέρνηση θα μπορέσει να εκπληρώσει τους όρους που της επέβαλαν. Η σχεδιαζόμενη αλλά αμφιλεγόμενη «άσκηση σωτηρίας» μπορεί να μην τελεσφορήσει. Πολλοί ξένοι ειδικοί πιστεύουν ότι η χρεοκοπία δεν θα αποφευχθεί. Η έξοδος από το ευρώ, επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο, απλώς έχει αναβληθεί. Και η έξοδος αυτή – δεν πρέπει να το ξεχνάμε – δεν αποτελεί ζήτημα επιλογής για τους Έλληνες, αλλά μια εξέλιξη την οποία τεχνηέντως θα επιβάλουν οι ξένοι όταν θα έχουν πια απηυδήσει πλήρως με τη χώρα μας! Ακόμη πιο ανησυχητικό όμως είναι το τι θα γίνει όταν ξεσπάσει η (σχεδόν αναπόφευκτη) κοινωνική αναταραχή στους δρόμους και πώς (ή μάλλον αν) θα σταθεί δυνατόν να αποτραπεί. Γιατί προσοχή: με το να λέμε ότι αυτή πηγάζει από μερικούς αριστερούς ή κουκουλοφόρους δεν είμεθα μόνο υπεύθηνοι αυταπάτης αλλά και απάτης!
—————————
Τα άτομα που «ενορχήστρωσαν» αυτή την πορεία, τις συνέπειες της οποίας σύντομα θα βιώσουμε ακόμη πιο έντονα, είναι οι ορισμένοι αποτυχημένοι πολιτικοί των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2000 και μετά.
Αυτή η ολέθρια πορεία, όμως, δεν θα ήταν δυνατόν να έχει καθοριστεί μόνον από τους ίδιους. Έτσι, οι πολιτικοί μας έλαβαν πολύτιμη βοήθεια από ευάριθμους (άπληστους λένε πολλοί) τραπεζίτες και επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν αρκούνται να βγάζουν χρήματα αλλά θέλουν επίσης να «κυβερνούν την Ελλάδα», καθώς και από μερικούς μεγιστάνες των ΜΜΕ, οι οποίοι έχουν μεταμορφώσει τις εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια σε μηχανές προπαγάνδας και παραπληροφόρησης.
Η δυσπιστία των αναγνωστών και των τηλεθεατών απέναντι στα ΜΜΕ, την οποία περίτρανα αποδεικνύουν τα χαμηλά ποσοστά αναγνωσιμότητας και τηλεθέασης, δεν αποτελεί εντούτοις επαρκή τιμωρία για μια τέτοια συμπεριφορά! Έτσι, πολλές ελληνικές εφημερίδες είναι σήμερα οικονομικά υπερχρεωμένες, ενώ αρκετές άλλες μετά βίας καταφέρνουν να επιβιώσουν μοιράζοντας… δωρεάν DVD! Εκεί λοιπόν καταντήσαμε; Έμποροι παλαίων DVD να μας επιβάλλουν μαθήματα ηθικής και πολιτικής δεοντολογίας;
Και σαν να με έφταναν όλα αυτά στα πρόσωπα μερικών από αυτούς τους μηχανορράφους των ΜΜΕ βρίσκουν ιδανικούς «συνεταίρους» ορισμένοι ξένοι παράγοντες οι οποίοι εποφθαλμιούν τους πόρους μας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο και ορυκτό πλούτο.
Πρός τι μία τέτοια συντονισμένη μεγαλό-συνωμοσία; Και πως αποφεύγεται; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέλω να εξετάσω σ΄αυτό το δοκίμιο και, στο τελευταίο μέρος, να αναπτύξω μερικές ιδέες μου για περαιτέρω συζήτηση.
————————
Καταρχάς, σκοπός των προαναφερθέντων κατεστημένων – και η χώρα μας δεν κυβερνάται από κατεστημένο αλλά από συντονισμένα κατεστημένα – είναι να χρησιμοποιήσουν τις επερχόμενες εκλογές για να διαιωνίσουν το status quo. Είναι άλλωστε διάχυτος ο φόβος ότι μερικά από αυτά μπορεί και να καταφύγουν σε εκβιασμούς, δωροδοκίες, παραπληροφόρηση και προπαγάνδα για να επιτύχουν τον στόχο τους. Το κεντρικό επιχείρημά τους θα φέρει τους ψηφοφόρους αντιμέτωπους με το δίλημμα: «θέλετε ή δεν θέλετε να μείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση;» Εξαιρουμένου του ΚΚΕ, δεν γνωρίζω άλλο κόμμα το οποίο να δηλώνει αντίθετο με την παραμονή μας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό που λένε σήμερα ακόμη και τα κόμματα της Αριστεράς είναι ό,τι ακριβώς ισχυρίζεται (ορθώς) η Δεξιά τα τελευταία δύο χρόνια: «Θέλουμε να βρούμε έναν τρόπο επαναδιαπραγμάτευσης». Εκτός τούτου, σας επαναλαμβάνω: στο τέλος η απόφαση αν μείνομε δεν θα είναι δικία μας αλλά δικία τους! Ό,τι έγινε το τελευταίο χρόνο δείχνει ότι οι ενέργιες των Ευρωπαίων αποσκοπούσαν να προστατεύσουν τα δικά των συμφέροντα και μόνο παρεμπιπτόντως τα δικά μας!
Θα εξετάσουμε άραγε σοβαρά αυτό το επιχείρημα τους επόμενους δύο μήνες; Ή μήπως θα το απλουστεύσουμε λέγοντας: «Ή είστε μαζί μας ή σας θεωρούμε ότι είστε εναντίον μας»;
Οι Έλληνες έχουν περάσει τους τελευταίους δεκαοκτώ τουλάχιστον μήνες με τέτοια ψευδοδιλήμματα που τους έθετε συστηματικά ο τύπος. Τρομοκρατημένοι από τα ΜΜΕ, υποχώρησαν κάθε φορά σ’αυτές τις πιέσεις. Θα υποχωρήσουν όμως και τώρα; Δεν θα μπορέσουν άραγε να καταλάβουν ότι αυτό το επιχείρημα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής με σκοπό την αποδυνάμωση – μια και είναι αδύνατη η εξουδετέρωση – των κομμάτων της Αριστεράς; Εάν όμως υποχωρήσουν, αυτοί και μόνο θα φταίνε για τα δέκα (ή και περισσότερα) χρόνια δυστυχίας που τους περιμένουν, όπως και για την απώλεια των εθνικών πόρων τους, που επίσης τους περιμένει στο άμεσο μέλλον.
Σε πολλούς ευσταθεί η άποψη ότι στη χώρα μας η δημοκρατία υπάρχει σήμερα μόνον εν μέρει. Παραδείγματος χάριν, το δικαίωμα της δημόσιων διαδηλώσεων αποτελεί αντικείμενο καθημερινής κατάχρησης χωρίς να αποφέρει κανένα αποτέλεσμα. Εντούτοις, το δικαίωμα καταστολής της δημόσιας διαμαρτυρίας αποτελεί αντικείμενο ακόμη μεγαλύτερης κατάχρησης, η οποία μάλιστα μερικές φορές συνοδεύεται και από πρωτοφανή άσκηση βίας ή ακόμη – όπως φημολογείται – και συγκαλυμμένη κρατική προβοκάτσια. Οι πολιτικοί μας παρεκτρέπονται, σε οικονομικό ή άλλο επίπεδο, αλλά τα ελληνικά ΜΜΕ σπανίως ερευνούν στον δέοντα βαθμό τις ενδείξεις αυτών των παρεκτροπών, ενώ οι ίδιοι οι πολιτικοί στο τέλος καταφέρνουν να απαλλαχθούν από κάθε ευθύνη χρησιμοποιώντας παρωχημένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Και σήμερα, μέσα από την τεχνητή επίταση της αντιαριστερής προπαγάνδας, βλέπουμε ένα τμήμα του πολιτικού κόσμου να προσπαθεί να κερδίσει μερικές ποσοστιαίες μονάδες στις δημοσκοπήσεις με κίνδυνο να αναζωπυρωθούν υπό δριμύτατη μορφή οι διχασμοί του Εμφυλίου Πολέμου. Κατά τα φαινόμενα, οι υστερόβουλοι αυτοί υπολογισμοί παραβλέπουν το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι, για πρώτη φορά, θα έχουν να επιλέξουν μέσα από μια σειρά μικρότερα κόμματα που θα διεκδικούν την ψήφο τους. Κατά κύριο λόγο, όμως, παραβλέπουν τη βαθιά δυσαρέσκεια του λαού για τα δύο μεγάλα κόμματα που έχουν (κακο)κυβερνήσει τη χώρα εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια. Αυτή η δυσαρέσκεια αποφεύγεται με κομματικά τεχνάσματα;
Τα αστικά κόμματα, καθώς και οι εφημερίδες που εξασφαλίζουν τη στήριξή τους, φέρουν κοινό μερίδιο ευθύνης για την επιδιωκόμενη αυτή πόλωση. Διότι, μπορεί, μετά τις εκλογές, τα κόμματα αυτά να αποδειχθούν ανίκανα να κυβερνήσουν (είτε μόνα τους είτε – πιθανότατα – υπό κάποια μορφή συνεργασίας) εάν έχουν ακυρώσει πλήρως την διάθεση συνεργασίας η ανοχής – τουλάχιστο σ’ ένα βαθμό – των αριστερών κομμάτων με το να τους κολλήσουν την ετικέτα των «επικίνδυνων εξτρεμιστών». Αντίθέτως, όλοι μας πρέπει να είμεθα έτοιμοι να συμπράξομε – έστω και χαλαρά – μαζί τους μέσα στο ευρύτερο δημοκρατικό πλαίσιο και για να εδραιώσομε ακόμη καλύτερα το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Εκτός τούτου, αυτή η ετικέτα των «επικίνδυνων εξτρεμιστών» θα είναι και άδική μια και πολλοί που θα ξηφίσουν αριστερίζοντα ή φιλελεύθερα κόμματα δεν θα είναι ούτε αριστεροί ούτε εξτρεμισταί αλλά άνεργοι, πεινασμένοι ή αδικημένοι μικρό-αστοί, συνταξιούχοι, νέοι άνεργοι, ακόμη και … απογοητευμένοι νεοδημοκράται!
Αυτή είναι η μια μεριά του νομήσματος. Η άλλη είναι ότι σοβαρό μερίδιο της ευθύνης για μια βαθύτερη εθνική διχόνοια ανήκει την ίδια την Αριστερά, εφόσον, αντί να επιζητεί και αυτή τη συμφιλίωση ή τον εκσυγχρονισμό των ιδεών της, ενθαρρύνει την πολιτική σύγκρουση παρουσιάζοντας προγράμματα που, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη διατύπωσή τους, παραμένουν προσκολλημένα σε μια εντελώς παρωχημένη αριστερή ρητορική. Ακόμη και η Εκκλησία, πραγματικός στυλοβάτης της κοινωνίας μας, απειλείται καθημερινά από μέλη του αριστερού κόσμου (άλλα όχι μόνο), αντί να αντιμετωπίζεται, από κοινού με την ιστορία και τον πολιτισμό μας, ως σημείο αναφοράς για το τι ήμασταν, τι είμαστε, και τι θα μπορούσαμε κάποτε να γίνουμε.
Το ίδιο ισχύει για τον εθνικά αποκοδομητικό ρόλο που έπαιξαν αριστεροί συγγραφείς στην παραγωγή των νέων σχολικών εγχειριδίων του Δημοτικού σχολείου που εγράφησαν στη συνέχεια της απαράδεκτης συμφωνιάς Παπανδρεόυ-Τζέμ που κατέληξε – συχνά με Ελληνο-Κυπριακά χρήματα – στν εμφάνηση συγγραμμάτων που παρεποιήσαν τα δεινά του λαού και της Εκκλησίας μας κατά την διάρκεια της βάρβαρης τουρκοκράτιας και, αντιστρόφως, να ωραιοποιήσουν τους Ασιάτες κατακτητάς. Η προσπάθεια αυτή έτυχε ευρύτατης αποδοκιμασίας από διάφορα τμήματα της κοινωνίας μας και σήμερα πλέον φυτοζωεί παρα την υποστήρηξη οργανώσεων που πασχίζουν να κρατήσουν ζωντανό το θνήσκοντα Ευρωπαϊκό «Ατλαντισμό». Αναμφισβήτητα όμως συνέβαλλε και αυτή στην εθνική αποσύνθεση, η αποφορά της οποίας έχει ήδη αρχίσει να γίνεται δυσβάσταχτη!
Η συμφιλίωση λοιπόν είναι υποχρέωση όλων, δεξιών και αριστερών, για να υπάρξει η αναγκαία υποδομή για να ανακάμψει εθνικά και οικονομικά η βαρύτατα πάσχουσα πατρίδα μας. Καταδικάζομε λοιπόν όσους και όλους που δυσκολεύουν αυτή την πορεία, παρατείνοντας έτσι την κακουχία που πηγάζει από εθνικούς διχασμούς και κομματικούς φατριάσμους.
————————
Επί πέντε χρόνια, και μέσα από έξι βιβλία και περισσότερα από εκατό άρθρα, προσπάθησα να διαμορφώσω ένα νέο πρόγραμμα. Τα όσα έγραψα και είπα σκοπό είχαν, ασφαλώς, να λειτουργήσουν ως αφετηρία και μόνο για έναν νέο επικοδομητικό διάλογο· για έναν τρόπο επίτευξης του στόχου που είχε θέσει και ο κ. Καραμανλής το 2004, ήτοι της δημιουργίας ενός «νέου κράτους». Η προσπάθεια όμως αυτή απέτυχε. Για διαφορετικούς λόγους δεν θεωρώ ότι εγώ στάθηκα περισσότερο επιτυχημένος. Εντούτοις, η δική μου προγραμματική στοχοθεσία, αντίθετα με τη δική του, έχει δύο αιχμές, ενώ ο ίδιος μόνο μία προσπάθησε να επιδιώξει (και αυτήν όχι μέχρι τέλους).
Σε κοινωνικό επίπεδο, προέβαλα τον στόχο της «κοινωνικής συμφιλίωσης». Η επιδίωξη αυτού του στόχου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Τον διατύπωσα όμως με εντελώς νέο τρόπο, μια και μέχρι τώρα η συμφιλίωση και η συνεργασία νοούνταν μόνο στο πλαίσιο της «κομματικής συνεργασίας» – υποτίθεται, για το καλό της χώρας, αλλά στην πραγματικότητα μόνο για να παραμείνουν στην εξουσία τα δύο μεγάλα κόμματα.
Κατά την άποψή μου, απαιτείται άμεση και πλήρης αλλαγή της υφισταμένης νοοτροπίας, καθότι χρειαζόμαστε επειγόντως κοινωνική ειρήνη και συμφιλίωση, και όχι μια «ευκαιριακή κομματική» ανακωχή μέχρις ότου ο χρόνος επιτρέψει σε ένα από τα δύο κόμματα να πάρει και πάλι το πάνω χέρι!
Η συνετή προσπάθεια που κάνω, όχι μόνο δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί στην πράξη, αλλά δεν έχει καν εξεταστεί ως πρόταση, εφόσον και η Δεξιά και η Αριστερά πάντα τρέφονται από τις πολιτικές συγκρούσεις, ενώ τα ΜΜΕ εξακολουθούν να προτιμούν ως τακτική τις γενικές ταμπέλες και τις ολοκληρωτικές – αν όχι και συκοφαντικές – απορρίψεις οποιασδήποτε ιδέας και οποιουδήποτε ανθρώπου θεωρούν ότι δεν στηρίζει τα συμφέροντά τους. Με σκοπό να μειώσω τις εντάσεις που επικρατούν σε αυτό το επίπεδο, έγραψα πρόσφατα στο Αντίβαρο τις ακόλουθες παρατηρήσεις, τις οποίες θεωρώ ότι αξίζει να επαναλάβω κατά λέξη:
Η θεραπεία που προτείνω … στηρίζεται στην ιδέα ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο όλοι οι πολίτες –δεν αναφέρομαι καν στους εξ ορισμού εγωκεντρικούς πολιτικούς- πρέπει να δεχθούν, έστω και αν δεν τους ικανοποιεί όλους εκατό τοις εκατό.
Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να γίνει εφόσον όλοι πάρουμε κάτι και δώσουμε κάτι: βασιλείς και στρατιώτες, πλούσιοι ή πένητες, εργοδότες ή εργαζόμενοι, συνδικαλιστές ή απλά μέλη συνδικάτων, αστυνόμοι και διαδηλωτές - όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν συμφέρον να επιτύχει αυτή η προσπάθεια. Σε αυτή την υπαρξιακή μάχη, πρέπει να ερωτηθούν οι πάντες, ακόμη και οι νομοταγείς αναρχικοί, και, ει δυνατόν, να συμφωνήσουν!
Έτσι, η άμεση λήψη των μέτρων που ανέφερα ενδεικτικά πρέπει να συνδυαστεί με:
(α) τη συνειδητή απόφαση όλων των Ελλήνων πολιτών να μην προβαίνουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες επί ένα ορισμένο διάστημα, ώστε να μπορέσουν τα νέα μέτρα να τελεσφορήσουν·
(β) την προθυμία των πιο ευκατάστατων πολιτών να προστατεύσουν από τον οικονομικό πόνο τούς λιγότερο τυχερούς·
(γ) την απόφαση των εργαζομένων και των συνδικάτων τους -που οφείλουν να απελευθερωθούν από τις κομματικές κηδεμονίες- να επιτρέψουν την αναδόμηση του κράτους, να δουλέψουν συνειδητά για τη συλλογή των φόρων, να συμπράξουν με κάθε τρόπο στη μείωση της γραφειοκρατίας προκειμένου η χώρα να προσελκύσει νέες επενδύσεις.
Όλα αυτά πρέπει να γίνουν με απώτερο σκοπό να επανέλθουμε σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και, επιπλέον, να πείσουμε τους ξένους ότι έχει γίνει μια πραγματικά νέα αρχή, η οποία, αργά, κοπιαστικά αλλά με βεβαιότητα, θα επαναφέρει τη χώρα μας σε θέση οικονομικής ανταγωνιστικότητας.
Αυτή η αναδόμηση πιθανότατα θα απαιτήσει τη συνέχιση της εξυγίανσης και της σμίκρυνσης του δημόσιου τομέα, αλλά και την απόλυση όσων δεν εργάζονται επειδή οφείλουν τις θέσεις τους αποκλειστικά και μόνο σε κομματικούς διορισμούς και εξυπηρετήσεις.
Επειδή αυτά τα μέτρα δεν θα είναι εύκολα, θα πρέπει να ληφθούν κατά «έξυπνο» τρόπο, που σκοπό θα έχει να μετριάσει των πόνο των πολιτών που θα τα υποστούν. Να αποφευχθούν, όμως, ΔΕΝ είναι δυνατόν. Πιστεύω, ωστόσο, ότι θα γίνουν αποδεκτές οι σχετικές αποφάσεις από τους περισσότερους από εμάς, ιδίως εάν εφαρμοστούν αφού πρώτα αποκατασταθούν διάφορες κατάφωρες αδικίες – π.χ. αφού οι διαπιστωμένοι μεγαλοοφείλετες του δημοσίου υποχρεωθούν να πληρώσουν τους τεράστιους φόρους που οφείλουν.
Θα μου πείτε: «Κλείνει έτσι η μαύρη τρύπα των εσόδων;» Η απάντηση είναι: «Όχι, βεβαίως». Εντούτοις, μια τέτοια κίνηση θα καθιστούσε πιο εύκολη την εφαρμογή της λιτότητας, γιατί θα έπειθε τους θιγόμενους πολίτες ότι δεν θα μπαίνουν πάντα οι ίδιοι στο στόχαστρο για να προφυλάξουν τους πολυπροστατευμένους τραπεζίτες, ξένους και δικούς μας, οι οποίοι τον τελευταίο καρό έχουν γίνει τα «αγαπημένα παιδιά» του κράτους!
Επανέρχομαι λοιπόν στην απόλυτη ανάγκη για μια ευρεία συναίνεση -και όχι για έξωθεν επιβεβλημένες υποχρεώσεις-, μια συναίνεση βασισμένη στην ισοκατανομή των βαρών, προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι θα αποφευχθούν οι εσωτερικές κοινωνικές αναταραχές και θα μειωθούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, οι σοβαροί κίνδυνοι του πληθωρισμού που συνοδεύουν κάθε υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος και πηγάζουν από την πίεση να αναπληρωθούν αμέσως οι απώλειες από την υποτίμηση.
Εν ολίγοις, έμφαση πρέπει να δοθεί όχι μόνο στην αποκατάσταση αδικιών αλλά και στη συγκράτηση των τιμών και στη δημιουργία όλων εκείνων των θεμελίων που θα πείσουν τους απλήρωτους πιστωτές μας -διότι θα έχουμε πολλούς ξένους που θα υπάγονται σε αυτή την κατηγορία, μια και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε χωρίς να αποτινάξουμε το χρέος μας- ότι μια μέρα θα είμαστε και πάλι αρκετά ελκυστικοί ώστε να σκεφτούν την πιθανότητα νέων επενδύσεων στη χώρα μας.
——————————–
Η δεύτερη αιχμή του πολιτικού προγράμματος που πρότεινα ήταν η ανανέωση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής μας. Όπως προείπα, ο κ. Καραμανλής κινήθηκε εν μέρει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά, δεχόμενος ίσως απειλές, εγκατάλειψε την αξιέπαινη αυτή προσπάθεια.
Προσωπικά ουδέποτε ήμουν κατά της Αμερικής, και επ’ ουδενί κατά της Ευρώπης, μια και ειδικά η δεύτερη αυτή ήπειρος και η κουλτούρα της αποτελούσαν ανέκαθεν τα κεντρικά θέματα που προώθησα καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου μου. Το τονίζω αυτό, όχι, προφανώς, επειδή θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά επειδή θέλω να δείξω πόσο ανενημέρωτοι και προκατειλημμένοι είναι αρκετοί από τους επικριτές μου, οι οποίοι, αγνοώντας το έργο της ζωής μου και τον σχεδόν Ευρωπαϊκό έπαινο που έχει τύχει, έχουν το θράσος να με κατηγορούν ως… αντιευρωπαίο!
Παρ’ όλα αυτά, οι εμπειρίες μου στην Αμερική και την Ευρώπη ποτέ δεν με εμπόδισαν να ασκήσω εποικοδομητική κριτική και στους δύο αυτούς κόσμους (πρακτική, άλλωστε, την οποία ασκούν και οι ίδιοι οι πολίτες τους) για διάφορα ελαττώματα, για εσφαλμένες πολιτικές, καθώς και για περιπτώσεις απληστίας και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η βαθιά μου αγάπη και αφοσίωση σε ορισμένες χώρες ποτέ δεν με εμπόδισε να επισημάνω τα λάθη τους και να τους ασκήσω κριτική, κάθε φορά που θεωρούσα ότι όφειλαν να προβούν σε διορθωτικές κινήσεις.
Έτσι, έχοντας την πεποίθηση ότι καθετί ευρωπαϊκό ή αμερικανικό δεν είναι αυτομάτως και τέλειο, και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι ούτε οι Ευρωπαίοι ούτε οι Αμερικανοί έχουν στηρίξει με συνέπεια τα ελληνικά συμφέροντα, έχω ταχθεί εδώ και καιρό υπέρ της άσκησης μιας πολυγαμικής εξωτερικής πολιτικής.
Η πεποίθηση αυτή, που παραμένει ακλόνητη μέσα μου, στηρίζεται στην επίγνωση του γεγονότος ότι μπορούμε να βρούμε και άλλες χώρες – τη Ρωσία και την Κίνα, για παράδειγμα – οι οποίες μπορούν να πειστούν να μας βοηθήσουν ταυτόχρονα με τους παραδοσιακούς συμμάχους μας. Αποτελεί απλώς ένδειξη στενότητας πνεύματος και προκατάληψης να αποκλείει κανείς εκ των προτέρων αυτό το ενδεχόμενο και να το θεωρεί ανέφικτο, χωρίς τουλάχιστον να έχει κάνει μια ουσιαστική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.
Το πώς μπορεί να γίνει αυτό έχει αναπτυχθεί πολλές φορές τόσο από εμένα όσο και από διάφορους άλλους συγγραφείς. Θα πρόσθετα όμως ότι όσοι επιθυμούν να εξετάσουν σε βάθος τις συγκεκριμένες ιδέες καλά θα έκαναν να διαβάσουν με περισσότερη προσοχή τα λεπτομερώς τεκμηριωμένα κείμενά μου.
Οφείλουν επίσης να αναλογιστούν προσεκτικά τις αρχικές προσπάθειες που κατέβαλε ο κ. Καραμανλής και να διερωτηθούν γιατί έκανε πίσω τόσο ξαφνικά. Αν αυτή η αποτυχία οφειλόταν σε πιέσεις από «ξένους φίλους» μας, τότε θα πρέπει και αυτό το γεγονός να αναλυθεί δεόντως και να συναχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα.
Η τάση όμως των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών να μη διανοούνται καν την πιθανότητα επίσκεψης στη Μόσχα αν πρώτα δεν το συζητήσουν με την Αμερικανική Πρεσβεία αποτελεί εκδήλωση μιας μορφής αποικιοκρατίας 19ου (ούτε καν 20ού!) αιώνα. Μπορούν οι Έλληνες να ανεχθούν τέτοια υποτακτικότητα; Προσωπικά, ούτε μπορώ και ούτε πρόκειται να την ανεχθώ ποτέ!
Η λήψη και η υλοποίηση νέων πρωτοβουλιών θα μπορούσαν να αποβούν ιδιαίτερα χρήσιμες ως προς δύο βασικά σημεία των εξωτερικών και διεθνών οικονομικών σχέσεών μας.
Το πρώτο καθίσταται σαφές άπαξ και αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τις περιοριστικές συνέπειες του Μνημονίου 2, τους όρους του οποίου θέλουν να επαναδιαπραγματευθούν όλα σχεδόν τα κόμματα. Προφανώς, θα είναι δύσκολο κάτι τέτοιο. Εντούτοις, η απόκτηση νέων δεσμών με μεγάλες δυνάμεις, πέραν του παραδοσιακού κύκλου σχέσεών μας, δεν θα είναι απλώς επωφελής αυτή καθ’ εαυτήν· θα μας προσφέρει παράλληλα τη δυνατότητα επιρροής στο πλαίσιο της επαναδιαπραγμάτευσης των επαχθέστατων υποχρεώσεων στις οποίες μας έχει οδηγήσει το Μνημόνιο 2. Και τούτο, διότι συχνά οι «εταίροι» ανταποκρίνονται πιο πρόθυμα σε νέα δεδομένα που διευρύνουν τις επιλογές του συν-εταίρου τους, και όχι επειδή αίφνης αισθάνονται συμπάθεια για αυτόν.
Το δεύτερο ζήτημα είναι η προστασία των εδαφικών και οικονομικών συμφερόντων μας στη Μακεδονία και στη Θράκη, καθώς και τα δικαιώματά μας στους υποθαλάσσιους πόρους μας. Ορισμένοι συγγραφείς, όπως ο Καθηγητής Θεόδωρος Καρυώτης – οικονομολόγος κατ’ επαγγέλμα – επιχειρηματολογούν (ορθώς) με ανεξάντλητη υπομονή υπέρ της άσκησης αυτών των δικαιωμάτων εδώ και δεκαετίες!
Σ΄αυτόν το αγώνα προσωπικά, μαζί με άλλους σχολιαστές, συνέβαλα δια της τηλεοράσεως στην επικέντρωση της προσοχής του κοινού στο συγκεκριμένο θέμα πριν από τρία περίπου χρόνια, μόνο και μόνο για να δω τα επιχειρήματά μου να παραμερίζονται με το αιτιολογικό ότι οι εν λόγω διεκδικήσεις ήταν ανούσιοι ισχυρισμοί μια και η χώρα… δεν διέθετε σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου – αμφιβολία που ακόμη και τον Οκτώβριο του 2011 διετύπωνε το ΕΛΙΑΜΕΠ.
Σήμερα, που όλοι ξέρουν ότι η χώρα μας διαθέτει πράγματι τέτοια κοιτάσματα, το όλο ζήτημα πρόκειται να πάρει – πρέπει να πάρει – νέα μορφή. Και πάλι, όμως, κανείς δεν δείχνει να κατανοεί τη νέα έμφαση που πρέπει να δώσουμε στο όλο ζήτημα εάν θέλουμε να έχουμε αποτελέσματα αντί να επαναλμβάνομε γενικές ιδέες που είναι ήδη γνωστές.
Πράγματι, στο εξής, οι συζητήσεις πρέπει να γίνουν πολιτικές: να προσανατολιστούν στην επιδίωξη ενός πολιτικού συμβιβασμού μέσα στο πλαίσιο που μας παρέχει το διεθνές δίκαιο αλλά και τα ενδεχόμενα δίκαια δικαιώματα της Τουρκίας.
Αυτή η αλλαγή θα στεφθεί με επιτυχία μόνον: (α) εφόσον η έμφασή μας μετατοπιστεί από τις γενικόλογες (και επαναλαμβανόμενες) θέσεις και συζητήσεις για το κείμενο της Σύμβασης περί Δικαίου της Θαλάσσης προς τον τρόπο κατά τον οποίο το έχουν εφαρμόσει στην πράξη οι σχετικές νομικές αποφάσεις· και (β) εφόσον αυτή η αξιολογική εξέταση του νομικού υλικού συνδυαστεί με τεχνικές αναλύσεις (σαν και αυτές που κάνει ο κ. Νικος Λυγερός) σχετικά με το πώς μπορούν να περιγραφούν γεωγραφικά οι περιοχές όπου υπάρχουν τα αντίστοιχα δικαιώματά μας.
Τότε, και μόνον τότε, μια ανανεωμένη διπλωματία μας θα περάσει σε πλήρη δράση και, με τη βοήθεια νέων συμμάχων, θα αναδείξει έναν συναινετικό και όχι έξωθεν επιβεβλημένο πολιτικό συμβιβασμό. Εν ολίγοις, απαιτείται και ως προς αυτό το σημείο μια σημαντική αλλαγή έμφασης – από τη γενική και γνώριμη, ως ετόνισα, πλέον εικόνα προς μια περισσότερο νομική αλλά και επίμονη τάση προς έναν βιώσιμο πολιτικό συμβιβασμό.
—————————–
Κατά τη γνώμη μου, όλες οι ανωτέρω προτάσεις θα ευοδωθούν όταν προβούμε στις προαναφερθείσες αλλαγές ως προς τον τρόπο σκέψης μας. Και μόνη η λέξη «όταν», όμως, δείχνει ότι δεν έχει ακόμη έλθει η κατάλληλη η στιγμή για να επιδιωχθούν στην πράξη οι προγραμματικοί στόχοι μου, έστω και αν πολλοί από τους ‘παθιασμένους’ επικριτές μου δείχνουν πλέον να κινούνται αργά προς τις κατευθύνσεις που προβάλλω εδώ και αρκετό καιρό.
Οφείλουμε ωστόσο να καλύψουμε περισσότερο έδαφος. Διότι τα κατεστημένα συμφέροντα – κομματικά, δημοσιογραφικά, τραπεκητικά – που προανέφερα παραμένουν ακόμη στα οχυρά τους. Και δεδομένου ότι διαισθάνονται πως το τέλος τους πλησιάζει, προβλέπω ότι, για αυτόν τον λόγο και εξαιτίας αυτής της νοοτροπίας (και της παράλογης προσκόλλησης σε μια τελείως παρωχημένη εξωτερική πολιτική), οι επικείμενες εκλογές πρόκειται να αποτελέσουν ένα από τα πιο βρόμικα, ανειλικρινή, βάναυσα και άτιμα παραδείγματα εκλογών που έχει δει ο πολιτικός κόσμος στη σύγχρονη εποχή.
Επανέρχομαι, έτσι, στο θέμα της de facto περιορισμένης δημοκρατίας. Θα ασκήσει άραγε ο λαός μας το ένα και μόνο ουσιαστικό πολιτικό του δικαίωμα που έχει και αυτό ΜΟΝΟ κάθε δύο ή τρία χρόνια, δηλαδή να αποδοκιμάσει (ή τιμήσει) τους εκπροσώπους του; Ή μήπως, για άλλη μία φορά, θα υποκύψει στις δωροδοκίες, τους πειρασμούς, τις υπεραπλουστεύσεις της σύγχρονης δημοσιογραφίας, τις προσωπικές υποσχέσεις που θα του γίνουν αλλά ακόμη και την απάθεια που φέρνει η απογοήτευση και, ως συνήθως, ‘επιτρέψει’ στους υπαιτίους – δεν καταδικάζομε όλους – των δεινών του να παραμείνουν στην εξουσία;
Ασφαλώς, είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης να επιλέγει πάντα την οδό της μικρότερης αντίστασης και, ως εκ τούτου, μπορεί να μη δοθεί καμία προσοχή στην έκκλησή μου για οργανωμένη και αποφασισμένη αρνητική ψήφο των υπεύθυνων αστών. Ωστόσο, οι Έλληνες ενίοτε ξυπνούν και στέκονται σε εκπληκτικά ύψη γενναιότητας, αυτοθυσίας, ευφυίας, και τότε κάνουν το καθήκον τους προς την πατρίδα. Κατά την προσωπική μου άποψη λοιπόν ο ελληνικός λαός οφείλει να «μαυρίσει» όλους τους υπουργούς των τελευταίων δέκα χρόνων που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καταστροφή μας στον οικονομικό και εξωτερικό χώρο.
Έτσι, δεδομένου ότι πολλά από τα φημολογούμενα αδικήματα των τελευταίων χρόνων έχουν παραμείνει ατιμώρητα, μεγάλο μέρος του πόνου στον οποίο έχει υποβληθεί ο λαός μας μπορεί εν μέρει να ανακουφιστεί μόνον εάν στην επόμενη Βουλή καταψηφιστούν και απομακρυνθούν ένα σημαντικό ποσοστό από τους σημερινούς βουλευτές, και ειδικά όσοι κατείχαν ανώτερα αξιώματα συνδεόμενα με την διαχείρηση των οικονομικών και εξωτερικών υποθέσεων της χώρας μας.
Δεδομένου ότι τα ΜΜΕ θα αποσιωπήσουν αυτή την έκκληση, δεν μπορώ παρά να στηριχθώ στα blogs και σε άλλες σύγχρονες μορφές επικοινωνίας και ειδησεογραφίας, για να στείλω αυτό το μήνυμα με τον πιο σαφή και ηχηρό τρόπο. Θα μεταβληθεί κυριολεκτικά και πρός το καλύτερο το πολιτκό μας τοπίο αν αυτή η έκκληση εισακουσθεί!
Αυτός είναι ο τρόπος που προσωπικά αντιλαμβάνομαι τη σημερινή κρίση, και αυτό είναι το μοναδικό φάρμακο άμεσης δράσης που διαθέτουν οι συμπατριώτες μου.
—————————
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, τώρα να στραφώ σε μερικές ευρύτερες ιδέες, τις οποίες προσωπικά θα είχα δοκιμάσει να προωθήσω σε μια εποχή που θα επέτρεπε τον ειλικρινή και ανοικτό διάλογο – πράγμα που αίναι αδύνατο στη σημερινή εποχή επιστημονικής παραπληροφόρησης.
Ιδού λοιπόν μερικές προτάσεις, επιλεγμένες ενδεικτικά, οι οποίες αναπτύσσουν τον διάλογο ακόμη περισσότερο από τα βιβλία μου και το πρόσφατο δοκίμιό μου στο Αντίβαρο, προορισμένες καθώς είναι για μια μελλοντική εποχή, όπου – ελπίζω – θα υπάρξει ξανά η δυνατότητα σοβαρού πολιτικού αναστοχασμού μια και τα κυρίαρχα κατεστημένα θα έχουν πλέον τότε ανατραπεί!
Πρώτη στον κατάλογο των επιτακτικών αναγκαιοτήτων για τη χώρα μας είναι η προσπάθεια να επιτύχουμε την κοινωνική συμφιλίωση με τον τρόπο που περιέγραψα αδρομερώς προηγουμένως.
Δεύτερη είναι η ανάγκη να εγκύψουμε αποφασιστικά στο ζήτημα της αμετάβλητης εξωτερικής πολιτικής μας και να τη σχεδιάσουμε κατά τρόπο που όχι μόνο θα προσφέρει καλύτερη φυσική προστασία σε μια χώρα που πλήττεται τραγικά από την οικονομική κρίση, αλλά θα μας δώσει και κάποια διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα αν θέλουμε να ξανασυζητήσουμε με τους φαινομενικά ακλόνητους και ανυποχώρητους Ευρωπαίους και Αμερικανούς, με σκοπό να επιτύχουμε νέους συμβιβασμούς. Έχω ήδη εξετάσει κάποιες νέες πτυχές αυτής της προσπάθειας, οπότε δεν θα αφιερώσω εδώ περισσότερο χώρο.
Τρίτον: πολλοί πανεπιστημιακοί μας συνωστίζονται σήμερα στις παρυφές της ελληνικής πολιτικής σκηνής, κάνουν τηλεοπτικές εμφανίσεις, εκφωνούν ομιλίες, οργανώνουν δημόσιες συζητήσεις, απειλούν να δημιουργήσουν νέα πολιτικά κόμματα. Πρόκειται αναμφίβολα για έξυπνους ανθρώπους. Οι περισσότεροι όμως στερούνται πολιτικού ενστίκτου και πείρας.
Όντως, πόσοι από αυτούς γνωρίζουν πώς να εξασφαλίζουν χρηματοδοτήσεις; Πόσοι έχουν οργανώσει εκλογές; Πόσοι έχουν βιώσει τον εφιάλτη της κατάρτισης εκλογικών καταλόγων και της συμφιλίωσης των εσωκομματικών αντιπάλων; Πόσοι μπορούν έστω και να διανοηθούν πόσο δύσκολο είναι να ορίζει κανείς εκλογικούς αντιπροσώπους, να στελεχώνει γραφεία σε πανελλαδικό επίπεδο, να τυπώνει εκατομμύρια ψηφοδέλτια, και συγχρόνως να φροντίζει ώστε πάντα να βρίσκεται στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή; Οι πρώτες εκλογές που μπορώ να θυμηθώ λεπτομερώς ήταν το 1951· έκτοτε, έχω ζήσει τουλάχιστον άλλες δώδεκα, συνειδητοποιώντας όλο και πιο έντονα το μέγεθος αυτών των πρακτικών προβλημάτων.
Άραγε όμως είναι καθόλου καλύτεροι αυτοί οι πανεπιστημιακοί – αλλά και τα κόμματα – όταν διοργανώνουν και συμμετέχουν σε ομάδες ατέρμονων συζητήσεων; Αρκεί να σκεφτούμε τον τεράστιο κατάλογο με τις συνταγματικές τροπολογίες που θέλουν να περάσουν στην επόμενη, ιδεατή, Βουλή τους για να καταλείξομε στο συμπέρασμα πως «όχι»!. Νομίζουν, στ’ αλήθεια, ότι μπορεί/θα έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο σε μια στιγμή που μαίνονται τόσο πολλές και τόσο σοβαρές κρίσεις οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής;
Κατά τη γνώμη μου, οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε, σε πρώτη φάση, να περιοριστούν σε ευάριθμα επείγοντα προβλήματα, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να δίνουμε το πράσινο φως σε ξένες επενδύσεις χωρίς το Συμβούλιο της Επικρατείας να μπορεί να μπλοκάρει αυτά τα σχέδια με την παραμικρή αφορμή και επί μακρό διάστημα.
Έτσι, τα περιβαλλοντικά ζητήματα, που μνημονεύονται συχνότερα ως αφορμές, μπορούν εύκολα να προκαλέσουν νομικές δυσκολίες, καθότι πολλά από αυτά δικαίως θεωρούνται άκρως σημαντικά για το μέλλον μας. Επί του παρόντος, όμως, είναι αδήριτη ανάγκη να επιταχύνουμε και να απλοποιήσουμε τη διαδικασία της προσέλκυσης ξένων επενδυτικών κεφαλαίων προκειμένου να ξεκινήσουν έργα μεγάλης κλίμακας. Έτσι, με τη προκαταρτική συμβουλή των ανώτατων δικαστών που εκδίδουν τις αποφάσεις για αυτές τις υποθέσεις, πρέπει να πρέπει να προσπαθησομε να διαμορφώσομε ένα ρεαλιστικό modus vivendi σ’ αυτό το φλέγον θέμα.
Η επόμενη επιτακτική ανάγκη, πάντα στο συνταγματικό πλαίσιο, είναι η διαμόρφωση ενός νέου καθεστώτος ως προς τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων – ο καθορισμός μιας νέας σειράς κανόνων που θα εξασφαλίζουν μεν θεμιτή προστασία από τις πολιτικές παρεμβάσεις, αλλά όχι και απεριόριστη εργασιακή ασφάλεια για όλους όσοι δεν δουλεύουν ή δουλεύουν ανεπαρκώς.
Είναι δύσκολη η εξεύρεση της σωστής ισορροπίας και στις δύο αυτές περιπτώσεις. Πρόκειται όμως για επείγοντα ζητήματα, σχετικά με τα οποία πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πολύ σοβαρά και να διαμορφώσουμε ένα αποτελεσματικό χρονοδιάγραμμα για την ταχύτερη δυνατή διευθέτησή τους. Υπάρχουν πράγματι πάρα πολλά θέματα στη συνταγματική ατζέντα μας, αλλά, αν θέλουμε να επιτύχουμε κάτι, θα πρέπει απλώς να θέσουμε όλα αυτά τα θέματα σε σειρά προτεραιότητας.
Τέταρτον: οι (ελάχιστοι) πολιτικοί που σκέφτονται μακροπρόθεσμα θα πρέπει να αρχίσουν να εξετάζουν πώς θα δομήσουν τη σημερινή ασχεδίαστη εγκατάλειψη των μεγαλύτερων πόλεων, όπως είναι η Αθήνα, εγκαινιάζοντας ίσως ένα πρόγραμμα κυβερνητικής αποκέντρωσης, το οποίο μπορεί να δώσει νέα ζωή στην επαρχία, και ειδικά στις πιο ευαίσθητες πολιτικά περιοχές.
Έτσι, η μεταφορά π.χ. του Υπουργείου Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη θα έστελνε ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα τοποθετώντας την καρδιά των πολιτιστικών δραστηριοτήτων μας σε μια περιοχή της Ελλάδας η οποία αξίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής και πολιτιστικής μας ζωής όσο και η Αθήνα. Θα μπορούσε επίσης να δημιουργηθεί ένα Υπουργείο Θρακικών Υποθέσεων, με έδρα την Ξάνθη ή την Κομοτηνή, το οποίο θα ήταν επιφορτισμένο με το είδος των λεπτομερών προγραμμάτων ανανέωσης που περιέγραψα σε σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου μου Η Ελλάδα των Κρίσεων και το οποίο θα είχε στόχο να δώσει ίσα και ουσιαστικά προνόμια σε όλους τους Έλληνες, ασχέτως αν αυτοί είναι χριστιανοί, Πομάκοι, τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι ή Ρομά.
Πέμπτον: θα πρέπει να επικεντρωθούμε στη δημιουργία μιας πλήρως εκσυγχρονισμένης παιδείας, με στόχο την ανάπτυξη μιας βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας, και να σταματήσουμε να δαπανούμε τους πόρους μας στον αέναο πολλαπλασιασμό σχολών Νομικής, Θεολογίας, Οικονομικών και Αρχαιολογίας. Δεν υποστηρίζω ότι οι σχολές αυτές πρέπει να καταργηθούν. Τάσσομαι απλώς κατά του άσκοπου πολλαπλασιασμού σχολών και αποφοίτων οι οποίοι απλώς αδυνατούν στη συνέχεια να βρουν δουλειά. Τάσσομαι επίσης υπέρ της μεταφοράς πόρων σε έναν τομέα τον οποίο ένας πολύ γνωστός Καθηγητής του Χάρβαρντ, ο Ricardo Hausmann – στο βιβλίο του The Atlas of Economic Complexity – έχει ονομάσει «παραγωγική γνώση».
Το βιβλίο και η θεωρία του Καθηγητή Hausmann αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Από όσο μάλιστα είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν έχουν μέχρι τώρα προσελκύσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον των Ελλήνων (εκτός από το φίλο μου Νίκο Ξυδάκη). Η κεντρική θέση της θεωρίας του δεν είναι διόλου περίπλοκη, και το στοιχείο αυτό την καθιστά ακόμη πιο ελκυστική.
Η μάχη για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δεν θα έπρεπε να εστιαστεί αποκλειστικά και μόνο στα αντίστοιχα πλεονεκτήματα των δημοσιονομικών ή κεϋνσιανικών μέτρων – λ.χ. της αύξησης των φόρων, της μεγαλύτερης περικοπής των δαπανών, του περιορισμού των χρεών σε αντιδιαστολή με την ανάπτυξη και τις μειώσεις των φόρων, – αλλά στην ανάπτυξη της «παραγωγικής γνώσης». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Καθηγητή Hausmann, «μια χώρα με υψηλό επίπεδο «παραγωγικής γνώσης» είναι μια χώρα που εξάγει πολλά και διαφορετικά προϊόντα και όπου η παραγωγή αυτών των προϊόντων αποτελεί σύνθετη διαδικασία. Η «παραγωγική γνώση» προδιαγράφει πόσο πλούσια θα είναι μια χώρα και άρα πόσο γρήγορα θα αναπτυχθεί».
Οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, το Ισραήλ ή, στην ευρωπαϊκή σκηνή, η Ιρλανδία είναι χώρες που έχουν κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ιρλανδία, μάλιστα, έχει επίσης να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο οικονομικό φορτίο, αλλά έχει κινηθεί ταχύτερα προς ένα πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών «χάρις στη γνωσιακή βάση του ανταγωνιστικού εξαγωγικού τομέα της». Με άλλα λόγια, η Ιρλανδία έχει ό,τι χρειάζεται για να γίνει τόσο πλούσια όσο είναι τώρα – παρά τις σημερινές δυσκολίες της – ενώ η Ελλάδα βρίσκεται σχεδόν στο τέλος του καταλόγου των 128 χωρών που εξετάζει στο βιβλίο του ο Ricardo Hausmann.
Ας σκεφτούμε λίγο καλύτερα αυτές τις ιδέες, αν μη τι άλλο επειδή είναι νέες, πρωτότυπες, και μας δείχνουν έναν εναλλακτικό δρόμο μακριά από το αδιέξοδο των καθημερινών λογομαχιών μας. Ας πάρουμε, φέρ’ ειπείν, τη μισή έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και ας τη μετατρέψουμε σε ένα είδος Silicon Valley. Ας ψηφίσουμε φορολογικούς νόμους ευνοϊκούς για τους επενδυτές. Ας προσελκύσουμε στη χώρα μας παιδιά-θαύματα από το εξωτερικό, μετριάζοντας ίσως τους νόμους περί μετανάστευσης, υπό τον όρο βεβαίως ότι δεν θα πρόκειται απλώς για μετανάστες αλλά για πραγματικές μεγαλοφυίες. Ας διαμορφώσουμε μια γεωγραφική γειτνήασια που να επιτρέπει τη τακτική και γόνιμη διασταύρωση των ιδεών, και ας μεταρρυθμίσουμε τους νόμους περί πνευματικών δικαιωμάτων και συναφών θεμάτων, προκειμένου να επισπεύσουμε τον μετασχηματισμό των νέων ιδεών σε επιτυχημένες ευρεσιτεχνίες.
Αυτός είναι ο τρόπος για να ενισχύσουμε τις εξαγωγές. Αυτός είναι ο τρόπος για να διαμορφώσουμε σταδιακά μια ελληνική οικονομία η οποία θα κατασκευάζει μηχανές, ηλεκτρονικές συσκευές, χημικά προϊόντα, και δεν θα στηρίζεται στην εξαγωγή… αγροτικών προϊόντων. Και, για να προλάβω τους κακεντρεχείς επικριτές, επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσω πως δεν είμαι εναντίον αυτού του είδους εξαγωγών, κυρίως δε εάν η μεταφορά τους στο εξωτερικό γίνει πιο ανταγωνιστική από ό,τι είναι σήμερα. Ισχυρίζομαι απλώς ότι αυτό το είδος τοπικής παραγωγής δεν πρόκειται να κάνει ποτέ ισχυρή την εξαγωγική βιομηχανία μας!
—————————-
Στο κείμενο αυτό παρουσιάσα μερικές ιδέες μου ενδεικτικά, θεωρώντας ότι αναφέρονται στο είδος των θεμάτων που αξίζει να εξεταστούν διεξοδικότερα όταν η οικονομική ένταση θα έχει, κάπως, καταλαγιάσει, και θα έχει διαμορφωθεί ένα πιο εποικοδομητικό πολιτικό κλίμα αντί του σύγχρονου κομματικού φανατισμού. Και με τον κίνδυνο να γίνω κουραστικός, θα επαναλάβω ακόμη μια φορά την προσωπική μου άποψη – ότι το πολιτικό κλίμα δεν πρόκειται να εξυγιανθεί όσο οι άνθρωποι που μας εξώθησαν στο χείλος της αβύσσου εξακολουθούν να ασκούν εξουσία μέσα από τα τηλεοπτικά τους κανάλια, τα πορτοφόλια τους και τα πολιτικά τους δίκτυα.
Μπορώ, λοιπόν, τώρα, να παρουσιάσω τα γενικά μου συμπεράσματα κατά τον απλούστερο και σαφέστερο τρόπο.
Πρώτον: το αν θα πέσουμε τελικά στον γκρεμό θα καθοριστεί, σε πρώτη φάση, από τις ερχόμενες εκλογές αν δεν οδηγήσουν στην ήττα του παλαιού κόσμου των παρωχημένων κατεστημένων, έναν κόσμο που πρέπει να εξαφανιστεί τάχιστα!
Δεύτερον: η σωτηρία θα εμφανιστεί στην επόμενη εκλογική φάση, η οποία μπορεί να έλθει πολύ πιο γρήγορα από όσο πιστεύουμε.
Μέχρι τότε, όμως, οφείλουμε να δώσουμε τη δέουσα σημασία όχι απλώς στην απαισιόδοξη αποτίμηση των στοιχείων του χαρακτήρα μας, αλλά και στην τεράστια αισιοδοξία που απορρέει από κάθε μας προσπάθεια να σκεφτόμαστε διαφορετικά, να είμαστε ευφάνταστοι, να είμαστε πρωτότυποι και να μην αναλίσκουμε τα ταλέντα και τις δυνάμεις μας στην καταστροφολογία και τις συκοφαντίες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου