PS WEB SOLUTION ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΕΕΕΕ!!!!!: Ποιός ξέρει ; Καθείς,ως βούλεται ας το ερμηνεύσει.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Ποιός ξέρει ; Καθείς,ως βούλεται ας το ερμηνεύσει.

Share This To YourBlog.biz

Μέρες μουντές και νύχτες ασέληνες.

Κι ένας Ηλιος, που σαν ατιμασμένος ,σαν ένοχος θαρρείς, κρύβεται πίσω απ'τα σύννεφα.

Το μοιρολόγια απ'το Λιτόχωρο,την Καισαριανή,την Κοκκινιά και το Μελιγαλά,

οι θρήνοι της Μονεμβάσιας,του Αστρους,του Αρκαδιού και των  Ψαρών,

πέταξαν μέχρι το Γιβραλτάρ και πνίγηκαν στα  παρακείμενα νερά του Γουαδαλκιβίρ.



Κι εμείναμε σιωπηλοί και καθημαγμένοι. Εκπληκτοι,αλλά αποφασισμένοι.

Χωρίς θρήνους,χωρίς μοιρολόγια,χωρίς ούτ'ένα δάκρυ να δηλώνει την οδύνη μας.

Απάθεια ; Αναλγησία ;  Καρτερικότητα ;  Αντοχή ; Η, μήπως και μοιραία υποταγή ;

Ποιός ξέρει ; Καθείς, ως βούλεται ας το ερμηνεύσει.

Εστειλαν Νούντσιους,έστειλαν Μάγους,έστειλαν και Γκιουλέκηδες.

Εστειλαν κι έναν Απατρι, παρέα μ'ένα μπουκέτο ανθισμένων αγοριών.Μας τους είπανε μορφωμένους,

μας τους είπανε ξεχωριστούς,μας τους είπανε  Αμερικανοσπουδαγμένους.

Μας είπανε πως μας τους στείλανε γιά το καλό μας. Γιατί χρωστούσαμε, λέει.Και χρωστούσαμε πολλά.

Ποιοί χρωστούσαμε ; Σε ποιούς χρωστουσαμε ; Γιατί κι από πότε χρωστούσαμε ;

Αυτό δεν μας το είπανε.

Και ήρθαν όλοι τους,σένιοι και καθαροί.Ακριβοντυμένοι,παρφουμαρισμένοι,καλοχτενισμένοι.

Μας ήρθαν με μετάξια και με λιλιά,μας ήρθαν με πανάκριβα παπούτσια.

Για να μας τρομάξουν ; Γιά να μας υποτάξουν; Γιά να μας θολώσουν ;Γιά να μας εξοργίσουν;

Ποιός ξέρει ; Καθείς,ως βούλεται ας το ερμηνεύσει.

Ομως ήρθε η στιγμή,που ο  Απατρις Ηγεμών, χάθηκε μέσα στους καπνούς των δακρυγόνων

και των ληγμένων χημικών.Εσβυσε μέρα μεσημέρι, μέσ΄την Μεγάλη την Πλατεία.

Μαζί του πέταξαν μακρυά και τ'ανθισμένα αγόρια.

Χάθηκαν ; Μαράθηκαν ; Εξατμίστηκαν ; Ανελήφθησαν εις τους ουρανούς;

Ποιός ξέρει ; Καθείς, ως  βούλεται ας το ερμηνεύσει.

Ηρθε μετά κι ο Πατριώτης.Ο Αρνητής των μνημονίων. Ο Μαχητής των χιμαιρών.

Σαν από μηχανής Θεός. Σαν έτοιμος από καιρό.

Σαν Αγγελος μιάς Κόλασης, που δεν είχαμε υποψιαστεί.

Σαν Φίλος,που έσπευσε τον φίλο να διασώσει.Και τον διέσωσε.

Τον τράβηξε απ'τα τάρταρα, Τον έβγαλε απ'τη φωτιά.Του ξέπλυνε, το ατιμωτικό το φούμο.

Και ο χοντρός μπουφώνος,ο γελωτοποιός του Ηγεμόνα,ο Χριστέμπορας και Πατριδέμπορας,

ήρθε και χολώθηκε. Αναψε και κόρωσε, απ'την πολλή τη ζήλεια του.Κι απ'την απελπισιά του.

Σαν χαρτομάντηλο μιάς χρήσης, σαν αναλώσιμη κομπρέσσα,

σαν προφυλαχτικό, σαν πλαστικό ποτήρι,πετάχτηκε στ'αζήτητα.Στη φυσική του θέση.

Τώρα πιά,δεν ήταν απαραίτητος. Η ομάδα μεγάλωσε,τράνεψε, αβγάτισε.

Φτάναν και περισσεύανε, τα 'ΝΑΙ'. Το τσίρκο του μπουφώνου,δεν ήταν πλέον χρειαζούμενο.

Ασε που χάλαγε και τη μόστρα.

Και τον από Μηχανής Θεό; Τον αυτόκλητο Σωτήρα ; Τον σαν  έτοιμο από καιρό ;

Ποιά μύγα τον  ετσίμπησε ; Ποιά μοίρα τον εβάραινε ; Ποιό μαγιολίκι τον ετρέλλανε ;

Ποιός ξέρει ; Καθείς ως βούλεται, ας το ερμηνεύσει.

Ολα αυτά όμως, τα είδεν ο Ηλιος κι αγρίεψε .Τα είδε το φεγγάρι,

τα είδαν και τ' άστρα κι αγρίεψαν κι αυτά.

Κι έστειλαν όλο τους το ΦΩΣ,το αδυσώπητον ΦΩΣ,το ΦΩΣ το ζωογόνο,

το αέναον εκτυφλωτικόν ΦΩΣ, το μοναδικό,το ακατάλυτο, το μαγικό  ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΩΣ.

Τώρα πιά θρήνοι και μοιρολόγια,δεν ακούγονται.

Τώρα ακούγονται ΙΑΧΕΣ και  Παιάνες, απ'το Αιγαίο,το Καρπάθιο,το Μυρτώο,

το Λιβυκό , το Ικάριο και το Ιόνιο. Τώρα γλυκειές ανασεμιές,μεθυστικά αρώματα δεντρολίβανου,

θυμαριού και δάφνης,ξεχύθηκαν  στον νοτισμένο από αίμα και ιδρώτα αέρα μας.

Τώρα,οι  ψιθυριστοί χρησμοί του Ολυμπου,της Γκιώνας και της Πίνδου ,

γίνανε πύρινες κραυγές και επικά ατραγούδια, γίνανε λάβα στις καρδιές μας,

γίνανε βάλσαμο και δύναμη,στις ατσαλένιες τις ψυχές μας. Γίνανε χείμαρος,γίνανε καταρράχτες,

γίνανε λαίλαπες και καταιγίδες, γίνανε αστραπόβροντα.

Αλί και τρισαλί  λοιπόν σ'αυτούς, που τις ψυχές μας δεν εζύγιασαν σωστά.

Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.

ΥΓ:Ο Σπάρτακος από άποψη, δεν σχολιάζει ΠΟΤΕ τα σχόλια,επί των κειμένων του.




Γραφεί ο Σπάρτακος

Ευχαριστώ την ζωή, με έφερε στο μονοπάτι της φιλίας μας πατέρα...


Μέρες μουντές και νύχτες ασέληνες.

Κι ένας Ηλιος, που σαν ατιμασμένος ,σαν ένοχος θαρρείς, κρύβεται πίσω απ'τα σύννεφα.

Το μοιρολόγια απ'το Λιτόχωρο,την Καισαριανή,την Κοκκινιά και το Μελιγαλά,

οι θρήνοι της Μονεμβάσιας,του Αστρους,του Αρκαδιού και των  Ψαρών,

πέταξαν μέχρι το Γιβραλτάρ και πνίγηκαν στα  παρακείμενα νερά του Γουαδαλκιβίρ.



Κι εμείναμε σιωπηλοί και καθημαγμένοι. Εκπληκτοι,αλλά αποφασισμένοι.

Χωρίς θρήνους,χωρίς μοιρολόγια,χωρίς ούτ'ένα δάκρυ να δηλώνει την οδύνη μας.

Απάθεια ; Αναλγησία ;  Καρτερικότητα ;  Αντοχή ; Η, μήπως και μοιραία υποταγή ;

Ποιός ξέρει ; Καθείς, ως βούλεται ας το ερμηνεύσει.

Εστειλαν Νούντσιους,έστειλαν Μάγους,έστειλαν και Γκιουλέκηδες.

Εστειλαν κι έναν Απατρι, παρέα μ'ένα μπουκέτο ανθισμένων αγοριών.Μας τους είπανε μορφωμένους,

μας τους είπανε ξεχωριστούς,μας τους είπανε  Αμερικανοσπουδαγμένους.

Μας είπανε πως μας τους στείλανε γιά το καλό μας. Γιατί χρωστούσαμε, λέει.Και χρωστούσαμε πολλά.

Ποιοί χρωστούσαμε ; Σε ποιούς χρωστουσαμε ; Γιατί κι από πότε χρωστούσαμε ;

Αυτό δεν μας το είπανε.

Και ήρθαν όλοι τους,σένιοι και καθαροί.Ακριβοντυμένοι,παρφουμαρισμένοι,καλοχτενισμένοι.

Μας ήρθαν με μετάξια και με λιλιά,μας ήρθαν με πανάκριβα παπούτσια.

Για να μας τρομάξουν ; Γιά να μας υποτάξουν; Γιά να μας θολώσουν ;Γιά να μας εξοργίσουν;

Ποιός ξέρει ; Καθείς,ως βούλεται ας το ερμηνεύσει.

Ομως ήρθε η στιγμή,που ο  Απατρις Ηγεμών, χάθηκε μέσα στους καπνούς των δακρυγόνων

και των ληγμένων χημικών.Εσβυσε μέρα μεσημέρι, μέσ΄την Μεγάλη την Πλατεία.

Μαζί του πέταξαν μακρυά και τ'ανθισμένα αγόρια.

Χάθηκαν ; Μαράθηκαν ; Εξατμίστηκαν ; Ανελήφθησαν εις τους ουρανούς;

Ποιός ξέρει ; Καθείς, ως  βούλεται ας το ερμηνεύσει.

Ηρθε μετά κι ο Πατριώτης.Ο Αρνητής των μνημονίων. Ο Μαχητής των χιμαιρών.

Σαν από μηχανής Θεός. Σαν έτοιμος από καιρό.

Σαν Αγγελος μιάς Κόλασης, που δεν είχαμε υποψιαστεί.

Σαν Φίλος,που έσπευσε τον φίλο να διασώσει.Και τον διέσωσε.

Τον τράβηξε απ'τα τάρταρα, Τον έβγαλε απ'τη φωτιά.Του ξέπλυνε, το ατιμωτικό το φούμο.

Και ο χοντρός μπουφώνος,ο γελωτοποιός του Ηγεμόνα,ο Χριστέμπορας και Πατριδέμπορας,

ήρθε και χολώθηκε. Αναψε και κόρωσε, απ'την πολλή τη ζήλεια του.Κι απ'την απελπισιά του.

Σαν χαρτομάντηλο μιάς χρήσης, σαν αναλώσιμη κομπρέσσα,

σαν προφυλαχτικό, σαν πλαστικό ποτήρι,πετάχτηκε στ'αζήτητα.Στη φυσική του θέση.

Τώρα πιά,δεν ήταν απαραίτητος. Η ομάδα μεγάλωσε,τράνεψε, αβγάτισε.

Φτάναν και περισσεύανε, τα 'ΝΑΙ'. Το τσίρκο του μπουφώνου,δεν ήταν πλέον χρειαζούμενο.

Ασε που χάλαγε και τη μόστρα.

Και τον από Μηχανής Θεό; Τον αυτόκλητο Σωτήρα ; Τον σαν  έτοιμο από καιρό ;

Ποιά μύγα τον  ετσίμπησε ; Ποιά μοίρα τον εβάραινε ; Ποιό μαγιολίκι τον ετρέλλανε ;

Ποιός ξέρει ; Καθείς ως βούλεται, ας το ερμηνεύσει.

Ολα αυτά όμως, τα είδεν ο Ηλιος κι αγρίεψε .Τα είδε το φεγγάρι,

τα είδαν και τ' άστρα κι αγρίεψαν κι αυτά.

Κι έστειλαν όλο τους το ΦΩΣ,το αδυσώπητον ΦΩΣ,το ΦΩΣ το ζωογόνο,

το αέναον εκτυφλωτικόν ΦΩΣ, το μοναδικό,το ακατάλυτο, το μαγικό  ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΩΣ.

Τώρα πιά θρήνοι και μοιρολόγια,δεν ακούγονται.

Τώρα ακούγονται ΙΑΧΕΣ και  Παιάνες, απ'το Αιγαίο,το Καρπάθιο,το Μυρτώο,

το Λιβυκό , το Ικάριο και το Ιόνιο. Τώρα γλυκειές ανασεμιές,μεθυστικά αρώματα δεντρολίβανου,

θυμαριού και δάφνης,ξεχύθηκαν  στον νοτισμένο από αίμα και ιδρώτα αέρα μας.

Τώρα,οι  ψιθυριστοί χρησμοί του Ολυμπου,της Γκιώνας και της Πίνδου ,

γίνανε πύρινες κραυγές και επικά ατραγούδια, γίνανε λάβα στις καρδιές μας,

γίνανε βάλσαμο και δύναμη,στις ατσαλένιες τις ψυχές μας. Γίνανε χείμαρος,γίνανε καταρράχτες,

γίνανε λαίλαπες και καταιγίδες, γίνανε αστραπόβροντα.

Αλί και τρισαλί  λοιπόν σ'αυτούς, που τις ψυχές μας δεν εζύγιασαν σωστά.

Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.

ΥΓ:Ο Σπάρτακος από άποψη, δεν σχολιάζει ΠΟΤΕ τα σχόλια,επί των κειμένων του.




Γραφεί ο Σπάρτακος

Ευχαριστώ την ζωή, με έφερε στο μονοπάτι της φιλίας μας πατέρα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου